0

Μουσικογραφίες #2 - Λαβύρινθοι

Posted by texnokratissa on 10:07 π.μ. in

Το ξυπνητήρι της χτύπησε όπως κάθε μέρα στις επτά και δώδεκα πρώτα λεπτά. Αυτά τα ασήμαντα εκατόν είκοσι δευτερόλεπτα μετά το «και δέκα» της έδιναν την ψευδαίσθηση ότι κοιμόταν λίγο παραπάνω, ότι κέρδιζε μια ακόμα ευκαιρία στο όνειρο. Ένιωθε το κεφάλι της βαρύ και το σώμα της ανήμπορο. Δραπέτευσε από τα σκεπάσματά της βαριεστημένα και, αφού σκόνταψε στην άκρη του κρεβατιού, προχώρησε προς το στενό διάδρομο που οδηγούσε στο μπάνιο. Το πρόσωπό της έδειχνε ασυνήθιστα χλωμό στον καθρέφτη, τα μάτια της έμοιαζαν κλαμένα. Δεν έμοιαζαν. Ήταν κλαμένα. Πολλές μέρες τώρα.


Βγήκε στη στάση του λεωφορείου, τυλιγμένη με ένα μάλλινο κασκόλ. Ο Γενάρης δεν αστειευόταν. Την διαπερνούσε σα ρήγος πυρετού και έρωτα μαζί από το δέρμα ως τη ψυχή. Φόρεσε τα ακουστικά της για να ξεχαστεί κάπως από την ιδέα της ατελείωτης στίβας με τα χαρτιά που την περίμενε σε εκείνο το ψυχρό γραφείο της οδού Μανωλάκη και ρύθμισε τη συχνότητα στον αγαπημένο της σταθμό. 

«Μας τρώει κάτι μέσα μας
και χάνουμε τη μπέσα μας
κι αυτοί που δεν αντέξαμε
και καταρρεύσαμε στα άδικα του κόσμου

Οι πιο ακριβοθώρητοι,
σκληροί σχεδόν αόρατοι
μπορέσαμε να γίνουμε
για να μείνουμε ο καθένας ο εαυτός του»

Αυτό το τραγούδι την έκανε στ’ αλήθεια να καταρρέει μπροστά στον ίδιο της το συμβιβασμό· 
εργαζόταν δέκα και παραπάνω ώρες τη μέρα για να μένει τρεις μήνες και βάλε απλήρωτη, όμως δεν διανοούνταν καν τη φυγή· 
είχε εγκαταλείψει από καιρό τη μουσική της, όμως δεν άκουγε τα δάχτυλά της που διψούσαν για την αφή και μόνο εκείνων των ασπρόμαυρων πλήκτρων του πιάνου που άλλοτε αντιπροσώπευαν τη μοναδική της βλέψη για το μέλλον και το μόνο προσδιοριστικό· 
είχε κρυφτεί πίσω από μια καλά δομημένη, ατάραχη εικόνα, όμως δεν έλεγε τίποτα σε κανέναν για το χάος που επικρατούσε στο στενάχωρο παρασκήνιο, στις σκάλες για τα εντός, στο μικρό δωμάτιο πίσω από την ομορφιά του προσώπου.  
Καθηλωμένη στην αποδοχή της παραίτησης, θα περνούσε άλλη μια ίδια μέρα. Άλλη μια μέρα που το τίποτα μέσα της θα θέριωνε περισσότερο και θα την απειλούσε πια απροκάλυπτα και θρασύδειλα.

«Τι κι αν δεν μου μιλάς πια
τι κι αν δεν έχω ούτε εσένα
να δίνεις σχήμα σε νοήματα κρυμμένα
με ένα βλέμμα.»

Σκούπισε ένα βαρύ δάκρυ στο μανίκι της και έβγαλε από την τσέπη ένα πορτοκαλί εισιτήριο, μιας και το λεωφορείο πλησίαζε προς το μέρος της γρήγορα. Άφησε να περάσει πρώτα ο ηλικιωμένος άνδρας με τα παραμορφωμένα άκρα και έπειτα κάποια παιδιά με μεγάλες σχολικές τσάντες στους ώμους. Ακούμπησε το πόδι της στο σκαλοπάτι. Ανέβηκε. Χτύπησε το εισιτήριο της στο μηχάνημα. Στάθηκε για λίγο.

«Κι αν βρίσκαμε το θάρρος μας
να διώξουμε το βάρος μας
και σ’ ό,τι ονειρευόμαστε να μη φοβόμαστε
να η καρδιά μου πάρτη»

«Κυρία μου θα περάσετε;» την ρώτησε ο οδηγός ευγενικά, αντιλαμβανόμενος  ίσως την αφηρημάδα της.

«Όχι.» απάντησε η νεαρή γυναίκα με τα κοκκινωπά μαλλιά και τα παράξενα μαύρα, γυαλιστερά μάτια, ενώ τσαλάκωνε υπομονετικά το εισιτήριο ανάμεσα στην παλάμη της σαν αυτή η ασήμαντη κίνηση να ήταν μέρος μιας τελετουργίας.

Με μία μικρή αναπήδηση η Μαίρη κατέβηκε από το αλουμινένιο κουτί και απομακρύνθηκε σχεδόν τρέχοντας. Η παλιά ζωή της είχε μόλις τελειώσει. Εκείνο το τραγούδι ήταν άραγε η αφορμή; Ή μήπως υπάρχει πάντα μία οριακή στιγμή που σε αναγκάζει να αυτοσυντηρηθείς και να αποδράσεις από το λαβύρινθο σου; Δεν ήξερε να απαντήσει στο επίμονο ερώτημα του μυαλού της. Αρκέστηκε σε μια βαθιά ανακουφιστική ανάσα, σε μια επιπόλαια αναγέννηση και σε έναν φευγαλέο συν τοις άλλοις επώδυνο απολογισμό.

«Ό,τι έχουμε να δώσουμε
κι ας παραδώσουμε άοπλα την αγάπη» συμπλήρωναν στα ακουστικά οι φωνές της Παυλίνας και του Μπάμπη, όπως τους ονόμαζε χαρακτηριστικά σα να τους γνώριζε χρόνια, σα να έπινε μαζί τους καφέ κάθε Κυριακή απόγευμα. 

Πληκτρολόγησε στο κινητό της έναν αριθμό. Περίμενε λιγάκι, δαγκώνοντας τα σκισμένα από το κρύο χείλη της.

«Θα σου τα πω όλα. Κι ας μη θες να μου μιλάς πια. Κι ας μην σε έχω. Αν είναι να κοπώ, θέλω να κοπώ μαζί σου. Άοπλα, ειρηνικά.»

Τελικά, ναι, αυτό το τραγούδι ήταν μια καλή αφορμή για απόδραση, σκέφτηκε και πέταξε από πάνω της το ογκώδες, μάλλινο κασκόλ γιατί η ψυχή της δεν κρύωνε πια, γιατί ήταν ελεύθερη, έστω για λίγο, έστω για πάντα, αληθινά ελεύθερη...


Από διαδικτυακή συλλογή διηγημάτων "Μουσικογραφίες" για την Παυλίνα Βουγλαράκη και τον Μπάμπη Στόκα.

Λαβύρινθοι
Στίχοι - μουσική: Παυλίνα Βουλγαράκη

Υ.Γ Αν θέλετε να προτείνετε τραγούδια για τις επόμενες μουσικογραφίες, μπείτε ΕΔΩ

Copyright © 2009 Η τεχνοκράτισσα All rights reserved. Theme by Laptop Geek. | Bloggerized by FalconHive.