0

Η γυναίκα που αγάπησες...

Posted by texnokratissa on 2:05 μ.μ. in , , ,
Τα μεσάνυχτα τη βρήκαν να σκαλίζει αφηρημένη το μισοσβησμένο τζάκι. Πάλι σε περίμενε μα πάλι δεν ήρθες. Πλέον ξέρει πως την λησμόνησες, πως δεν σε νοιάζει. Μαζεύει από το πάτωμα κάποιες παλιές της αναμνήσεις, μαζί και τα μικρά απομεινάρια του εαυτού της. Σκουπίζει φευγαλέα τα μάτια της θαρρείς πως κάποιος θα την δει. Οδηγεί το σκελετωμένο και αδύναμο κορμί της στο παγωμένο σας κρεβάτι. Τριάντα δύο ημέρες το ίδιο σκηνικό.
Το κινητό της κλειστό. τα παράθυρά της σφραγισμένα, η μορφή της άφαντη. Πιστεύει ακόμα στο θαύμα. Πιστεύει πως θα ανοίξεις ξανά την πόρτα και θα χυθείς πάνω της  με ορμή και έρωτα όπως παλιά, πως θα την κοιτάξεις με τον ίδιο γλυκό σου τρόπο, πως θα της υποσχεθείς ότι δεν θα την αφήσεις ξανά μόνη... Το συνειδητοποιεί σιγά σιγά, μη φοβάσαι! Ξέρει πως δεν θα συμβεί. Δεν ανασαίνει πια πάνω από τα ξεχασμένα σου ρούχα, δεν τα φορά δεν τα νοιάζεται. Δεν ξενυχτάει ακούγοντας εκείνο τον Γάλλο συνθέτη που τόσο αγαπούσες. Δε σε φωνάζει πια στον ύπνο της σαν τρελή.

"Όλα περνάνε, Λίλια!" μου έλεγε κάποτε. Τώρα της το λέω εγώ μα δεν το λογαριάζει γι αλήθεια. Δεν μ' αφήνει καν να μαι μαζί της αυτές τις ώρες. "Μόνη μου! Μόνη μου θα το περάσω!" Λέει και ξαναλέει. Γι' αυτό κι εγώ μην έχοντας τι να κάνω απευθύνομαι, νοερά έστω, σε σένα. Σε σένα που κάποτε φώτισες με τόση αδιανόητη ομορφιά τη ζωή της , μα το ίδιο αδιανόητα την πήρες όλη πίσω σταγόνα, σταγόνα. Νιώθω πως θα με ακούσεις κάπως. Δεν ξέρω πως, μη με ρωτάς.

Έχει γίνει σκιά του εαυτού της. Δε γελάει πια, δεν τραγουδάει. Βυθίζεται κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Σχεδόν δεν αντιδράει, μιλάει καταναγκαστικά, κινείται μηχανικά. Στη δουλειά της δεν την ξαναείδαν. Τους άφησε μόνο ένα σημείωμα πως έφυγε οριστικά από την Ελλάδα. Οι γονείς της δεν το έχουν μάθει. Δεν θέλει να τους το πει.

Με τρομάζει αυτή η μοναξιά που έχει επιλέξει. Με τρομάζει που απορρίπτει με τόση αδιαλλακτικότητα  όλους τους δικούς της ανθρώπους. Ούτε ένα χάδι δε δέχεται, ούτε μια κουβέντα παρηγοριάς, παρέας. Νομίζει πως τη λυπόμαστε, πως την αγκαλιάζουμε από οίκτο, πως αργά ή  γρήγορα θα την προδώσουμε κι εμείς. Τον σκύλο σας τον Ορέστη τον έχω πάρει εγώ. Ξεσπούσε πάνω του, τον μάλωνε συνέχεια. Δεν μπορούσε να μένει άλλο μαζί της. Εκεί πια ήταν μία φυλακή.

Σήμερα την πήρα με το ζόρι να πάμε μια βόλτα. Τη χτένισα, την έντυσα, της έβαψα τα χείλη. Παρότι εμφανώς ταλαιπωρημένη, είναι όσο όμορφη την άφησες. Τα μάτια της εκπέμπουν σπιρτάδα, το δέρμα της φεγγοβολά. Τα νιάτα της συνεχίζουν να γοητεύουν.Η απώλεια δεν κρύβεται όμως, ό,τι και να κάνει. Μοιάζει σα να έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στο βλέμμα της, στο βάδισμά της, στην ύπαρξης της ολόκληρη. Μου ζήτησε να σταθούμε στην παιδική χαρά στη γωνία απέναντι από το σπίτι. Ήθελε πολύ ένα δικό σου παιδί, θα το θυμάσαι. Έμεινε για δέκα λεπτά χαμογελαστή να χαζεύει τα μικροσκοπικά, αεικίνητα πλάσματα πάνω στις πολύχρωμες κούνιες... Έπειτα έσκυψε το κεφάλι και άρχισε να απομακρύνεται.

Της στοίχισε πολύ περισσότερο απ' όσο νομίζεις. Έφυγες σαν κλέφτης δίχως να πεις λέξη, πέταξες το κινητό σου, εξαφανίστηκες. Σα να μην υπήρξατε ο ένας για τον άλλον, σα να μην είχατε ζήσει όλα αυτά τα χρόνια μαζί, σα να μην την είχες αγαπήσει. Άραγε πώς να νιώθεις γι' αυτή σου τη φυγή; Λυπάσαι; Πονάς; Αδιαφορείς; Μα ποια απάντηση γυρεύω την ώρα τούτη κι από ποιον; Από ένα φάντασμα που το κατάπιε η νύχτα;

Τα εικοσιτετράωρα περνούν και δεν αντέχω να τη βλέπω άλλο έτσι. Έκοψε τα μαλλιά της χθες. Δε θέλει λέει να μοιάζει με αυτό που ήταν πριν. Έδωσε τα μισά της ρούχα στην ενορία, πέταξε τα σεντόνια, τη κολόνια σου. Φτιάχνει το σπίτι από την αρχή μα δεν είναι καθόλου καλά. Δε βρίσκει νόημα ούτε καν στη μουσική της. Έχει σκεπάσει το πιάνο της με ένα λευκό σεντόνι σα να ναι νεκρό. Δεν το αγγίζει, δεν το πλησιάζει. Για να παίξει ούτε λόγος. Μου ζήτησε να μην την επισκεφτώ ξανά. Σχεδόν με έδιωξε. Κι εσύ ούτε ένα τηλέφωνο. Να δεις αν ζει, αν επιβιώνει. Αν μπορούσες έστω να την κοιτάξεις στα μάτια και να της πεις την αλήθεια σου, ίσως να της ήταν πιο εύκολο. Μα τώρα σε περιμένει. Δεν το δηλώνει ανοιχτά αλλά το ξέρω. Δεν γίνεται να πιστέψει πως ο άνθρωπος της δε στάθηκε δυνατός ούτε ένα αντίο να της πει. Γι αυτό καταρρέει ώρα με την ώρα, γι' αυτό καταπίνει σαν καραμέλες τα ηρεμιστικά, γι' αυτό αρνείται κάθε τι που έχει σχέση με τη ζωή. Την κατασπαράζει λεπτό με το λεπτό η απουσία σου, τα κλειδιά σου που δε γυρίζουν πια στην πόρτα, το πορτατίφ που δεν φωτίζει το μισοτελειωμένο σου βιβλίο, το γραφείο σου που θρηνεί κι εκείνο μαζί της. 

Δεν ζητώ να τη συμπονέσεις, να νιώσεις λύπηση. Ζητώ μονάχα να έρθεις για μια τελευταία φορά. Να της μιλήσεις όπως της μιλούσες, να της δώσεις λίγο κουράγιο. Μα τι λέω;!  Έχω τρελαθεί κι εγώ! Αυτή τη στιγμή μόνο κακό μπορείς να της προκαλέσεις αν γυρίσεις. Αφού η αγάπη σου μαράθηκε και δεν έχεις πια τίποτα να δώσεις μείνε καλύτερα μακριά, αγκαλιά με τη τσακισμένη σου περηφάνια και τη λήθη. Φρόντισε να μη σε δει ξανά, να μη σ' αναγνωρίσει... (Συνεχίζεται)



0

Σε τιμή ευκαιρίας…

Posted by texnokratissa on 1:28 μ.μ. in , , ,
Απόγευμα Τρίτης! Άνοιξη μεστή! Τα ψέματα τελείωσαν. Κόσμος ανομοιόμορφα διασκορπισμένος σε κάθε φωτεινό και μη κομμάτι χώρου. Ευφορία στις καρδιές! Όλα συνηγορούν σε μια κοινή αλήθεια. Καλοκαιριάζει. Σ’ αυτή τη γη με τα μύρια προβλήματα, με τις χίλιες δύο γραφειοκρατικές δυσλειτουργίες, με τα καταπονημένα χαμόγελα, συνεχίζει να καλοκαιριάζει. Όχι ότι γίνεται κάποιο θαύμα επειδή οι λιακάδες μονοπωλούν, όχι ότι αυτά που μας χωλαίνουν παύουν να υπάρχουν με μια βόλτα, όχι ότι λυτρωνόμαστε , αλλά τουλάχιστον φωτίζουμε λίγο το μέσα μας, εκείνο που για χρόνια επαναπαυόταν, εκείνο που βίαια κλονίστηκε αλλά ξύπνησε (θέλω να πιστεύω), εκείνο που εν τέλει θα μας σώσει.
Παρασύρθηκα! Για άλλο πράγμα θέλω να μιλήσω.
Εν μέσω λοιπόν όλης αυτής της ατμόσφαιρας ένα παζάρι βιβλίου λαμβάνει χώρα στο κέντρο της πόλης. Ένα νερό ανεκτίμητο στη δίψα των όσων αναζητούν τη σοφία. Η σοφία είναι ακριβή και δύσκολη στο άγγιγμα για πολλούς. Μα τώρα δες! Όλο ο πλούτος με 2,00 , 2,50, 3,00 , 5,00 ευρώ. Οι διψασμένοι συρρέουν στη πηγή. Απορροφώνται για  ώρες. Ψάχνουν, διαβάζουν, διαφωνούν, παθιάζονται, μελαγχολούν μπροστά στο «ουδέν οίδα» τους, γεμίζουν. Όλοι φεύγουν με μια αγκαλιά λογοτεχνήματα, πληρώνουν και με μια λαχτάρα στα μάτια συνεχίζουν τη βόλτα τους ξεδιψασμένοι λίγο. Εδώ και είκοσι ημέρες σχεδόν η πόλη γιορτάζει για το νερό της διανόησης που σε τιμή ευκαιρίας της προσφέρεται γενναιόδωρα.
Είναι η στιγμή που με κατακλύζει ένας προβληματισμός χρόνιος. Όταν το βιβλίο γίνεται είδος πολυτελείας πως αυτός ο κόσμος μπορεί να διανύσει την επόμενη μέρα του ακέραιος; Θα μου πεις «Υπάρχουν πολλοί τρόποι να διαβάσεις! Δανείσου» Ναι μπορώ αλλά επίτρεψε μου να είμαι από τους συντηρητικούς. Εκείνους που το βιβλίο το θέλουν κτήμα τους, εκείνους που θέλουν να κοιμούνται μαζί του, να κλαίνε μαζί του, να ταξιδεύουν μαζί του. Τι απ’ όλα αυτά μπορώ να κάνω με τα δανεικά;
Ή μου λένε «Ηλεκτρονικό βιβλίο ρε συ! Καλή φάση και οικονομική» Δε θα διαφωνήσω μαζί σας φίλοι μου, άλλωστε έχω και μερικά τέτοια, αλλά τα στερεότυπα μου δεν θα τα απαρνηθώ. Το βιβλίο δεν είναι κέρδος μόνο πνευματικό, είναι βίωμα, βίωμα στην αφή, τη μυρωδιά, τη συντροφικότητα. Δεν έχουν να μου πουν τίποτα λοιπόν οι φωτεινές αποτυπώσεις του υπολογιστή ή της μοντέρνας ταμπλέτας. Τίποτα. 
Ναι, είμαι αναγνώστης που χτίζει το μέσα του με τιμές ευκαιρίας. Δεν ντρέπομαι που ένα μου όνειρο, η βιβλιοθήκη μου, θα είναι ίσως παιδί παζαριών και εκθέσεων, δίχως ιλουστρασιόν εξώφυλλα και δερματόδετες εκδόσεις. Φτάνει που θα είναι δική μου. Φτάνει που δεν θα τη χρωστώ σε κανέναν. Φτάνει που θα μπορώ κρυφά να την καμαρώνω και να βυθίζομαι στην φλογερή της ιδιοσυγκρασία. Φτάνει που θα αφήσω κάτι στα παιδιά που ίσως φέρω στον κόσμο…    

Copyright © 2009 Η τεχνοκράτισσα All rights reserved. Theme by Laptop Geek. | Bloggerized by FalconHive.