0

Ανακωχή για απόψε!

Posted by texnokratissa on 11:17 π.μ.

Γεμίζω δύο ποτήρια και κάθομαι κοντά σου. Πάρ' το απόφαση. Δεν θα σταματήσει να βρέχει.    
Έχειςεγκλωβιστεί. Αστειεύομαι. Μπορείς να φύγεις όποτε το θελήσεις, αλλά δεν βρίσκω λόγο να το θελήσεις. Είμαι αρκετά αυτάρεσκη βλέπεις για να ενδώσω στην αμφιβολία των αισθημάτων σου. Ας μην πούμε τα γνωστά χαζόλογα. Κουράστηκα να στροβιλίζομαι γύρω σου χωρίς απαντήσεις. Θέλω να μιλήσουμε σαν  φίλοι που είναι από πάντα φίλοι, σαν εραστές που δεν θα είναι πια εραστές, σαν άνθρωποι λαβωμένοι από το χρόνο και τη μαζική φθορά της αναβλητικότητας. Σε μπερδεύω. Ξέρω. Εσύ δεν έχεις ιδέα τι σημαίνουν όλα αυτά. Εσύ δεν φταις. Ποτέ δεν έφταιξες. 


Με τρομάζει η προσωρινότητα της ζωής. Εσένα; Τις νύχτες ονειρεύομαι ωκεανούς και τις μέρες πνίγομαι σε κουταλάκια. Μη γελάς. Δεν είναι αστείο. Δεν είναι όλα αστεία. Μπορώ να ξαπλώσω δίπλα σου; Επιτρέπεται; Ή μήπως θα προκληθεί πάλι κάποια σύγχυση στον αδιάφορο, αλόγιστο ρεμβασμό σου; Είσαι ζεστός. Τα χέρια σου καίνε. Τα δικά μου τρέμουν. Δεν το κρύβω πια κι ας λες ότι από τους δυο μας το πιο ξερό κεφάλι το έχω εγώ. Μοιάζουμε φρικτά. Θυμήσου το. 

Τα μάτια μου κλείνουν καθώς προσπαθώ να κλέψω λίγο από το πρόσωπό σου. Βουτώ στο αίσθημα και αναπαράγω στο νου μου στιχάκια κοινότυπα γραμμένα για κάτι που ακόμα αδυνατώ να εξηγήσω. Ανασαίνεις ήρεμα. Η μουσική σε γλυκαίνει. Σε κάνει να δείχνεις αληθινός, απαλλαγμένος από τα στερεότυπα που αναγκάζεσαι να φοράς στην υπόλοιπη διαδρομή σου. 

Αισθάνομαι τα δάχτυλά σου στον ώμο μου. Αυτό είναι το φιλί σου για απόψε. Δε θέλω άλλο που να με κόβει σε σάρκες και μισοτελειωμένες εξομολογήσεις. Το σκοτάδι φυγαδεύει αθόρυβα τους εγωισμούς. Η βροχή τους εξαϋλώνει. Λάθος στιγμή θα σου πω. Θα νευριάσεις. Θα ορκιστείς πάλι ότι δεν θα μου ξαναμιλήσεις ποτέ κι ότι με την πρώτη ευκαιρία θα με αρπάξεις από το λαιμό για να με σκοτώσεις. Δεν σου ταιριάζω. Φοράω περήφανα τα φουστάνια μου. Είμαι μάγκας. Ένας ασυμβίβαστος μάγκας. Με αδικείς. Σε υποτιμώ. Ισοπαλία. 

Στο κέντρο της φωτιάς ένα κούτσουρο πάθους καίει ακόμα. Δεν θα το ανακατέψω. Ετούτη η νύχτα δεν αξίζει τίποτα περισσότερο από σιωπή και αλήθεια. Τη σιωπή τη διαλέγεις, την αλήθεια την υπηρετείς. Ξέρω ότι θέλεις να συνεχίσουμε τη μάχη, μα σαν άμαχος πληθυσμός σου ζητώ μια μικρή ανακωχή ως το ξημέρωμα. Έστω ώσπου να πάψουν οι ψιχάλες να γδέρνουν το κορμί μου, έστω ώσπου να μη θυμάμαι πια αν σε έχω ή όχι, αν σου ανήκω ή το αντίστροφο, αν σε πονάω ή αν το κάνεις εσύ. 

Αν η ζωή μας ξεκινούσε αύριο από την ανυπαρξία, θα με έπαιρνες μαζί σου για βόλτα; Αν το φεγγάρι ανέτειλε από τον ήλιο, θα έβρισκες παραμύθια να μου διηγηθείς; Αν μ' αγαπούσες θα το έλεγες; Οκ, σταματάω. Λάθος στιγμή. 

(αφορμή για το κείμενο όπως πάντα η ανάμειξη με φατσάκια που ζουν με το αίσθημα! Αφιερωμένο σε μάγκες και ξερά κεφάλια!) 



0

Μουσικογραφίες #6 - Εκδρομή

Posted by texnokratissa on 9:33 π.μ. in
"Υπάρχει κάποιος λόγος που πρέπει να ακούμε δέκα φορές τη μέρα αυτό το τραγούδι;" είπε ο Νίκος νευριασμένα, ενώ η αδερφή του έδειχνε να τον αγνοεί, δυναμώνοντας κι άλλο την ένταση στα ηχεία. 
"Θα το ακούμε μέχρι να το βαρεθούμε!"
"Το βαρεθήκαμε ήδη! Κλείσ΄ το τώρα!"
"Εγώ σου λέω τίποτα που με ζαλίζεις με τις ροκιές σου;" 
"Δεν είναι το ίδιο! Η μουσική που ακούω εγώ δεν είναι ζαλάδα για κανέναν! Ενώ αυτά τα γλυκανάλατα έχουν καταντήσει κουραστικά πια."

Η διαφωνία των δύο αδερφιών δεν άργησε να καταλήξει σε καβγά. Στην πραγματικότητα οι αψιμαχίες τους δεν ήταν ποτέ σοβαρές. Άλλωστε δεν υπήρχε τίποτε για να χωρίσουν. Οι γονείς τους έφυγαν νωρίς. Είχαν μείνει μόνοι, ο ένας για στήριγμα του άλλου, για απάγκιο και σπιτικό. Με τον καιρό συνήθισαν. Όσο γίνεται να συνηθίσει κανείς την απώλεια. Στάθηκαν γενναίοι κόντρα στις αντίξοες συνθήκες. Ύψωσαν τείχη στο άδικο και βάδισαν το δύσκολο δρόμο του αγνώστου. Τα κατάφεραν. Τα κατάφεραν όπως τα καταφέρνουν αυτοί που δεν έχουν τίποτα να χάσουν και ποντάρουν την καρδιά τους την ίδια για να γυρίσουν το παιχνίδι. 

Ήταν μεσημέρι Παρασκευής. Το μποτιλιάρισμα έκανε το Νίκο να βλαστημά μέσα στο αυτοκίνητό του. Τα χέρια του ίδρωναν, το κεφάλι του πονούσε, η ανάσα του κοβόταν. Ο εγκλωβισμός στην κίνηση του έφερνε μνήμες από τις κρίσεις πανικού που πάθαινε κάποτε στα μεγάλα του ζόρια, τότε που τα αξόδευτα δάκρυα πλημμύριζαν ερήμους και η αναγκαστική επιβίωση του φαινόταν πιο πολύ σα θάνατος παρά σαν ζωή. Η ακινησία συνεχιζόταν. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Δεν καταλάβαινε τι του συνέβαινε ούτε γιατί αισθανόταν εκείνη την αφόρητη ασφυξία. Τα είχε ξεπεράσει χρόνια τώρα αυτά τα συμπτώματα. 

Κάποιοι οδηγοί κατέβηκαν από τα οχήματά τους είτε για να διαμαρτυρηθούν είτε για να ξεμουδιάσουν. Ο Νίκος άνοιξε το παράθυρο και κρέμασε το κεφάλι του απ' έξω. Με την άκρη του ματιού του εντόπισε ένα γυαλισμένο, παμπάλαιο μεν, λευκό αμαξάκι τύπου Λάντα, του οποίου το περιεχόμενο κάτι του θύμιζε. "Το κορίτσι από την φαρμακαποθήκη!" αναφώνησε μέσα του, φέρνοντας στο νου την πρώτη τους τυχαία συνάντηση. "Άραγε με θυμάται; Ούτε δέκα κουβέντες δεν ανταλλάξαμε. Μα γιατί κουνάει το κεφάλι της; Τι τραγουδάει; Γαμώτο! Κατέβασε το παράθυρό σου!" 

Η κοπέλα σα να άκουσε την ενδόμυχη σκέψη του ή σα να την οδήγησε κάποιο αόρατο χέρι από εκείνα που εφευρίσκει η φαντασία για να εξηγήσει τα ανεξήγητα άνοιξε το παράθυρό της.  Η φωνή της μπλέκονταν όμορφα με εκείνη των τραγουδιστών·

"Σήκω να χορέψουμε, μ' ό,τι μπορείς
μ' ό,τι δεν ξέχασες κι άλλος κανείς 
χιλιάδες πρόσωπα εμείς...

Πιάσε το μαντήλι μου απ' την αρχή 
κι από τα χείλη μου μισό φιλί
το άλλο μισό για πάντα εσύ..."

"Όχι πάλι μπροστά μου! Αμάν! Τι έχουν πάθει όλες πια μ' αυτό το τραγουδάκι;" ψέλλισε και κοίταξε προς το μέρος του Λάντα μήπως καταφέρει να μπει στο οπτικό της πεδίο. Τη μουσική διέκοψε μία κόρνα και έπειτα τα λόγια ενός εκφωνητή στο ραδιόφωνό της: 

"Τα διπλά εισιτήρια για την αποψινή εμφάνιση της Δήμητρας Γαλάνη και του Στάθη Δράκου στο Gazarte κερδίζουν οι Δόμνα Καπάτου και η Κατερίνα Μανωλίδου."

Η κοπέλα άρχισε να πανηγυρίζει κουνώντας τα χέρια της μια στον αέρα και μια στο πλάι σε μια ακατανόητη, αλλά ρυθμική, χορευτική φιγούρα. Τα βλέμματα έπεσαν αμέσως πάνω της και μερικά κρυφά χαμόγελα ξεμύτισαν δειλά καταμεσίς του κυκλοφοριακού χάους. Ξαφνικά η ουρά άρχισε να αποσυμφορείται θαρρείς και συνέβη κάποιο μικρό θαύμα. Εκείνη ήταν το μικρό θαύμα. Η αισιοδοξία που κατατροπώνει τη μιζέρια.

"Απόψε. Στο Gazarte, λοιπόν" μουρμούρισε ο Νίκος και έβαλε μπροστά το σταματημένο του όχημα. 

Μπήκε στο σπίτι απρόσμενα χαρούμενος. Η αδερφή του τον κοίταξε με απορία. Δεν μίλησε. Περίμενε εκείνος να ξεφουρνίσει πρώτος τα καθέκαστα. 

"Μάζεψε παρέα. Θα πάμε στο Gazarte το βράδυ. Στη Γαλάνη... και στον Δράκο...που σου αρέσουν." είπε σχεδόν συλλαβιστά με τα μάτια του καρφωμένα στο πάτωμα από ντροπή. 

"Ώπα! Τι βόμβα ήταν αυτή; Τι έγινε αδερφούλη; Γουστάρεις ξαφνικά να ακούσεις τη μουσική που σε ζαλίζει;" ρώτησε η Καίτη με πονηρό ύφος.

"Όχι, ρε! Απλά κάπου το είδα και σκέφτηκα ότι θα ήθελες να πάμε! Αυτό είναι όλο!" 

"Α, μάλιστα! Είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα δηλαδή. Οκ, ας πάμε!"

Πέρασαν περίπου δεκαπέντε μαρτυρικά λεπτά ώσπου να την εντοπίσει ανάμεσα στον κόσμο. Καθόταν σε ένα μικρό τραπεζάκι παρέα μια άλλη γυναίκα λίγο μεγαλύτερη της. Τα μάτια της έλαμπαν από τον ενθουσιασμό, από το πάθος της για τη ζωή, από τη νιότη. Φορούσε ένα μαντήλι στα μαλλιά και χαμογελούσε. Σε μια παράξενη στροφή της μοίρας και της μουσικής ο Νίκος την έπιασε να χορέψουν κάτι που δεν ήξερε πως και αν χορεύεται. Τη συνέχεια θα την έγραφε ο νόμος της έλξης και όλα τα σχετικά παραμύθια των ανθρώπων για την ερωτική ενέργεια. 

"Δεν υπάρχει πάντα και ποτέ. Υπάρχει μόνο χάος. Θέλω μια εκδρομή των μυστικών, των φανερών και των κρυμμένων εαυτών. Εκεί που κουβαλάς όσους αγαπάς και όσους έχουν φύγει" θα του έλεγε σε μια ασυνάρτητη στιγμή μέθης ενώ εκείνος θα κρατούσε τα χέρια της ανάμεσα στα δικά του και θα γινόταν ο άντρας, η μητέρα κι ο θεός της... 


Για τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Στάθη Δράκο, τον Νίκο Μωραϊτη και τους υπόλοιπους δημιουργός; για τη συλλογή διηγημάτων "Μουσκογραφίες" 





0

Μουσικογραφιες #5 -Το κύμα

Posted by texnokratissa on 2:32 π.μ. in

"Αγάπη μου στα δυο σου μάτια 
ανοίγονται θλιμμένα μονοπάτια
μεσ' τη θλίψη θα βαδίσω 
τις πληγές σου για να κλείσω 
κι όταν φτάσω ως την άκρη 
και το μαύρο έχει χαθεί 
θα χαράξω ένα δάκρυ 
μια υπόσχεση ακριβή 
Θα σε πάρω μαζί μου 
στο πιο όμορφο όνειρο

Συγγνώμη για χθες" 

Η Στέλλα έκλεισε το σημείωμα στα χέρια της και κοίταξε με θλίψη το αδειανό μαξιλάρι του άντρα της. Δεκαοχτώ χρόνια γάμου και ήταν η πρώτη φορά που κοιμόταν χωριστά μετά από καβγά. Συνήθως ο θυμός για τις έντονες διαφωνίες τους δεν κρατούσε πάνω από μερικές ώρες. Το προηγούμενο βράδυ, ωστόσο, η κατάσταση ξέφυγε. Με αφορμή μία ασήμαντη επιπολαιότητα της Φένιας, της κόρης τους, άρχισαν να ανταλλάσ-
σουν βαριά λόγια και χαρακτηρισμούς μέχρις ότου να διαλυθούν ολοσδιολου. Στο τέλος, ο Νίκος κατακόκκινος από την ένταση χτύπησε το χέρι του στον τοίχο και είπε ότι δεν έχει πια σπίτι  γιατί δεν λέγεται σπίτι το μέρος που κατοικούν ανεύθυνοι, ανώριμοι άνθρω-ποι που χαπακώνονται με το παραμικρό και δε λογαριάζουν κανέναν. Ύστερα έφυγε και δε φάνηκε ως το πρωί. 

Η Στέλλα συντετριμμένη από τις προσβολές του έκλαιγε αθόρυβα σχεδόν με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τραπέζι της κουζίνας. Ένιωθε προδομένη και ένοχη μαζί. Προδομένη γιατί τόσα χρόνια πίστευε ότι ο Νίκος ήταν δίπλα της στον πόλεμο με τους δαίμονες της ψυχής της, χωρίς να τη θεωρεί τρελή ή άρρωστη, και ένοχη γιατί εκείνη πρώτη τον προκάλεσε σε αυτή λογομαχία για να του αποδείξει ότι στην ανατροφή του παιδιού θα έπρεπε να έχει, λανθασμένα, ως μάνα τον πρώτο λόγο. 

Η Φένια είχε κλειστεί στο δωμάτιο της και δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν από τους δύο γονείς της. Άλλωστε δεν μπορούσαν να την καταλάβουν. Ήταν πολύ εγωιστές για να αφήσουν χώρο για τις επιθυμίες της. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθε ότι η αγάπη τους ήταν το πιο γερό στήριγμα στα όνειρά της και άλλες που η μοναξιά την κύκλωνε σαν φωτιά ενώ η καρδιά της πάγωνε. Θα τους συγχωρούσε πάλι. Όλοι θα συγχωρούσαν όλους. Έτσι είναι οι οικογένειες αγάπη μου, της έλεγε ο πατέρας της κάθε φορά που καβγάδιζαν για σημαντικούς ή ασήμαντους λόγους. Είναι δύσκολο να περάσεις μία ολόκληρη ζωή με ανθρώπους που δε σου μοιάζουν. Αν σου έμοιαζαν, ίσως να μην τους αγαπούσες τόσο. Κανείς δε θέλει να αγαπάει καθρέφτες.

Το πρωί η νεαρή κοπέλα ξύπνησε νωρίς για να πάει στο σχολείο. Άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας με προσοχή και είδε τη μητέρα της να κοιμάται μόνη, κουλουριασμένη κάτω από ενα μπλε κουβερτάκι, έχοντας στο προσκεφάλι της το γνώριμο κουτί με τα φάρμακα. Το κορίτσι αναστέναξε και αποχώρησε γρήγορα όταν άκουσε τα κλειδιά του πατέρα της να γυρίζουν στην κεντρική είσοδο. 

"Μπορώ να ξαπλώσω λίγο στο δωμάτιό σου;" τη ρώτησε χωρίς να καταφέρει να την κοιτάξει στα μάτια.

"Μπορείς." απάντησε κοφτά η κοπέλα.

"Σε ευχαριστώ." είπε ο άντρας και με έναν ελιγμό έφυγε πίσω από την πλάτη της Φένιας.

"Θα τα βρείτε ε;" τον ρώτησε χωρίς να γυρίσει να τον δει.

"Όταν καταφέρω να αντέξω τα χθεσινά μου λάθη θα το συζητήσουμε"

"Έτσι είναι οι οικογένειες μπαμπά. Είναι δύσκολο να περάσεις μια ολόκληρη ζωή με ανθρώπους που δε σου μοιάζουν. Αν σου έμοιαζαν, όμως, δεν θα τους αγαπούσες τόσο. Κανείς δεν θέλει να αγαπάει καθρέφτες. Έτσι δε λες; Καλημέρα. Έχω " 

Ο σαραντατριάχρονος άντρας αφού κατέβασε λίγο το στόρι για να μην μπαίνει ο ήλιος, κάθισε αποκαμωμένος στο γραφείο της κόρης του,βαριανασαίνοντας. Ξαφνικά μία δεσμίδα λευκού φωτός έλουσε το πρόσωπό του. Η οθόνη του υπολογιστή φωτίστηκε και μία παγωμένη εικόνα ενός ζευγαριού κάτω από ένα σεντόνι ξεπρόβαλε στο ημίφως. Ο Νίκος πάτησε το play στο βίντεο και στάθηκε να ακούσει το τραγούδι με αφοσίωση. Κράτησε μερικούς στίχους σε ένα χαρτί, έγραψε και κάτι δικά του και με τη συνείδησή του τσακισμένη βάδισε προς  το συζυγικό τους υπνοδωμάτιο. 

Κάμποσες ώρες αργότερα συναντήθηκαν στο καθιστικό. 

"Διαβασα το ποίημα στο σημειωμα σου. Εσύ το έγραψες;" τον ρώτησε κοφτά και κάπως παραπονιάρικα.

"Ναι! Σου άρεσε;" 

"Πάρα πολύ!" 

"Πάντα ήμουν ο προσωπικός σου ποιητής." της απάντησε. 

"Και ο προσωπικός μου ψεύτης επίσης. Με αυτό το τραγούδι, αν θυμάσαι, χτυπάει το κινητό της Φένιας. Σαρδανάπαλε.Τσαρλατάνε. Ψευτοκουλτουριάρη. Ποιητή της δεκάρας" είπε η Στέλλα και γέλασε ενώ το πρόσωπό της έκανε περίεργα σπασίματα από το λήθαργο και τα δάκρυα.

"Φτου σου! Και έλεγα ότι κάτι μου θυμίζει" αποκρίθηκε ο Νίκος και γέλασε κι αυτός καθώς βύθιζε τα χέρια του στους κροτάφους για να καταλαγιάσει τον πονοκέφαλο. 

"Μου έλειψες χθες." 

"Δε θα ξαναφύγω." 

"Γιατί κάνουμε τόσα λάθη;"

"Γιατί αν δεν κάναμε θα ήμασταν ψεύτικοι." 

"Να σου πω κάτι;"

"Πες μου"

"Πάρε με μαζί σου 
στο πιο όμορφο όνειρο 
πάνω στο κορμί σου 
στου φιλιού σου το βυθό
να σαι συ το κύμα 
να μαι αέρας που φυσά 
σου υπόσχομαι ταξίδια 
ασημένια και χρυσά..." σιγοτραγούδησε η γυναίκα, χαϊδεύοντάς τον στον ώμο και τα μαλλιά.  

Για τις αγαπημένες μας Μέλισσες για τη συλλογή διηγημάτων "Μουσκογραφίες" 



  

Copyright © 2009 Η τεχνοκράτισσα All rights reserved. Theme by Laptop Geek. | Bloggerized by FalconHive.