0

Μουσικογραφίες #12 - Κάποιος να με σύρει

Posted by texnokratissa on 10:28 π.μ.


Κάποιος να με σύρει. 
Έχω κουραστεί να είμαι η δυνατή, η σωστή
 κι όλοι από μένα κάτι να περιμένουν

 Γλιστράω, πέφτω, σκοτώνομαι
Γίνομαι παρανάλωμα, φοβάμαι, λυγίζω 
"Δεν έχεις ανάγκη εσύ", λένε.
"Δε σε φοβάμαι εσένα", λένε 
κι έτσι αποφεύγουν το δύσκολο έργο της ακρόασης.

Κάποιος να με σύρει. 
Να πει πως όλα θα φτιάξουν και 
πως όλα όσα μας αναλογούν θα τα ζήσουμε,
αφού δεύτερη ευκαιρία για ζωή δεν θα υπάρξει

Το λάθος, το δικαίωμα στο λάθος  
δεν θέλω να με αποτρέπει πια, μα να με παρακινεί. 
Άλλωστε κάθε τι ανθρώπινο είναι με έναν τρόπο και ιερό

Κάποιος να με σύρει σε ένα μέλλον λευκό. 
Ή εν τέλει κάποιον να σύρω εγώ. 







0

Μουσικογραφίες #11 - In the mood of love

Posted by texnokratissa on 11:32 π.μ.

Εικονογραφημένες μνήμες, χωρίς διαστάσεις
Οθόνες που φωτίζουν τα πρόσωπα και τα απρόσωπα,
τα αγαπημένα, τα απωθημένα, τα οικεία, τα απρόσιτα
Αισθήσεις που είναι αδύνατον να περάσουν από τα δάχτυλα στην ψυχή.
Πλήγματα του χρόνου του αναπαλαιωτή, του συλλέκτη, του εμποράκου των στιγμών
Πλήγματα και των ανθρώπων, των υπέροχων, των απαίσιων, των συγχωρεμένων και των ασυγχώρητων ανθρώπων.
Ευτυχίες σε φιλτραρισμένα στιγμιότυπα,
προσμονές, ανταλλαγές και απορρίψεις μηνυμάτων,
βλέμματα ασυγχρόνιστα, προστατευμένα στη θαλπωρή των pixels
Δεν κινδυνεύεις, δεν εκτίθεσαι,
σκέφτεσαι δύο και τρεις φορές τι θα γράψεις,
αν θα γράψεις,
τι ώρα θα γράψεις.
Κι αν εκτεθείς, ποιος νομίζεις θα σε δει να σκύβεις το κεφάλι;
Ποιος θα σε δει να σπαράζεις αγκαλιάζοντας το κινητό σου;
Ποιος θα σταθεί στο ύψος σου να ρωτήσει "τι έχεις";
Όσα δε φαίνονται είναι σαν να μην έγιναν ποτέ ή σαν να ξεχάστηκαν αυτοστιγμεί.
Η ασφάλεια του να επιπλέεις στην επιφάνεια απομακρύνει την ιδέα του πνιγμού,
απομακρύνει, όμως, και το ενδεχόμενο μιας γενναίας εξερεύνησης του βυθού.

Δεν πειράζει. Καλύτερα έτσι. Ωραίοι, νέοι και ασφαλείς!

Σε διάθεση αγάπης, χωρίς αγάπη.
                       






0

Μουσικογραφίες #10 - Ένα/ Πέννυ Μπαλτατζή

Posted by texnokratissa on 11:05 π.μ.



"Ένα βροχερό απόγευμα του Μάρτη, 
που ο χειμώνας απρόσκλητος φίλησε τα χώματα της άνοιξης
Ένα απόγευμα που ο καθένας θα ήθελε να μοιραστεί με ένα πρόσωπο σημαντικό
Ένα απόγευμα γεμάτο αντιθέσεις, συνθέσεις κι αισθήσεις αντίξοες"

Άφησε το στυλό της κάτω απογοητευμένη. Οι λέξεις έμοιαζαν ανίκανες να ακολουθήσουν τον ειρμό της καρδιάς της. Ο ειρμός της καρδιάς κι ο παλμός του μυαλού. Ένα ολόδικό της λογοπαίγνιο για το οποίο καμάρωνε. 

Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα κι ευχήθηκε να μπορούσε να βάλει τις σκέψεις της σε μία τάξη. Μολονότι το χάος ανέκαθεν τη γοήτευε, δεν έβρισκε πια την έμπνευση να το ερμηνεύσει. Πήρε πάλι το στυλό και άρχισε να μουτζουρώνει το χαρτί. Οι μουτζούρες λένε είναι της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης οι αποτυπώσεις. Οι μουτζούρες είναι οι ζωγραφιές εκείνων που ξέρουν να ζωγραφίζουν μονάχα με το νου, συμπλήρωσε μέσα της. 

Η βροχή συνέχιζε να πέφτει ακατάπαυστα σε ένα λιτό μονόλογο που αποστόμωνε ποιητές και λογοτέχνες. Η Μαριάννα δεν είχε αντίλογο, πράγμα σπάνιο. Έμεινε να την ακούει μέσα στη σιωπή να λούζει τους δρόμους και τα μπαλκόνια, αναμένοντας μια απροσδόκητη ίσως ανατροπή, έναν ήλιο πριν τα μεσάνυχτα. Ξαφνικά αισθάνθηκε μόνη, αδικαιολόγητα μόνη. Άνοιξε το ραδιόφωνο και γαντζώθηκε απ' των ανθρώπων τις φωνές σα να ταν για εκείνη ζήτημα ζωής έστω αυτού του είδους η επικοινωνία. Στα αυτιά της έφτασε μία διασκευή ενός γνώριμου τραγουδιού, που της θύμιζε πολλά ή και τίποτα. Μεστό, τζάζι, ανεξέλεγκτο, ταιριαστό. Μια ζεστή γυναικεια φωνή εξιστορούσε την ροπή του έρωτα, του κάθε έρωτα μέσα στο σκοτάδι. Να τοι πάλι οι παλμοί του μυαλού. Πιο δυνατοί. Και η νύχτα στο ρυθμό μιας βροχής και μιας επερχόμενης άνοιξης να ζητά από ανθρώπους κι εραστες φόρο τιμής. Φόρο τιμής για κάθε χάδι που έθρεψε, για κάθε βλέμμα, για κάθε ψέμα. Η Μαριάννα τώρα είχε προσωποποιησει τον ειρμό της καρδιάς της συνειδητά, ενώ στον ήχο της γυναικειας φωνής αναγνώριζε κάτι πολύ οικείο. Η οικειότητα του να μιλάει κανείς για σένα χωρίς καν να το γνωρίζει ή να σε γνωρίζει, μουρμούρισε. Ένα ακόμη ρεφρέν. Ένα σπαρακτικό ρεφρέν. 

Έψαξε στο διαδίκτυο για τη διασκευή. Επανάληψη. Ξανά και ξανά. Ώσπου να γίνει η μουσική ευχή. Ώσπου να ξημερώσει η βροχή την άνοιξη. Ώσπου να ανθίσουν τα φιλιά και τα τραγούδια. 

Για την Πέννυ Μπαλτατζή από την διαδικτυακή συλλογή διηγημάτων ''ΜΟΥΣΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ'' 

ΣΤΙΧΟΙ/ΜΟΥΣΙΚΉ: ΜΕΛΙΣΣΕΣ 
ΠΡΩΤΗ ΕΚΤΈΛΕΣΗ: ΜΕΛΙΣΣΕΣ










0

Μουσικογραφίες #9 - Nonno Hollywood Testo

Posted by texnokratissa on 12:21 μ.μ.

Απόψε θα κλείσω τα μάτια
αλλά δεν θα κοιμηθώ
Υπάρχουν χιλιάδες λεπτομέρειες
που μπορείς να μάθεις για μένα - αντι για μένα
Δεν θέλω όμως να σου πω την ιστορία μου
Δεν θέλω να δεις πόσο όμορφη δείχνω ανάμεσα στα λάθη μου
Πόσο με κολακεύουν οι απαθανατισμένες πτώσεις
Πόσο με ερμηνεύουν τα ολοκαυτώματα

Απόψε θα κλείσω τα μάτια
αλλά δεν θα κοιμηθώ
Θα αναρωτηθώ αν το χαμόγελο μου διέσχισε σωστά το δίκτυο
Κι αν οι μπαταρίες ήταν αρκετά  φορτισμένες
για να φτάσει στον προορισμό του
Οι προορισμοί δε θαυμάζουν, κορίτσι μου.
Θαυμάζονται, θα μου πεις.

Απόψε θα κλείσω τα μάτια
Αλλά δεν θα κοιμηθώ
Θα μετρήσω τα χιλιόμετρα σε βήματα ξυπόλητα
Θα ανατρέξω σε υψωμένα ποτήρια κρασιών
σε ευχές
σε χειροκρότηματα
Θα αναβιώσω τη γιορτή της ζωής
και θα μεθύσω
Αλλά απόψε δεν θα κοιμηθώ.


0

Μουσικογραφίες #7 - Μονόλογος για δύο

Posted by texnokratissa on 5:24 π.μ. in
"Κάποτε έλεγα αν σ' έχανα από έρωτα θα πέθαινα
τώρα βρέθηκα απ' του έρωτα το θάνατο να ζω 
σε ένα μουσείο" 

Ενώ το ραδιόφωνο μουρμούριζε στο φόντο ένα "Μονόλογο για δύο" με τις φωνές του Πάνου και της Μαρίζας, η Ελένη βγήκε στο μπαλκόνι για ένα τελευταίο τσιγάρο. Δεν ήταν το τελευταίο τσιγάρο. Μέρες τώρα. Μήνες τώρα. 

Τον περίμενε να γυρίσει από τη δουλειά. Ευχόταν να μην έρθει. Έπαιρνε την ευχή της πίσω. Η διένεξη εντός της συνεχιζόταν ώσπου να ακούσει την ανάσα του πλάι της, στον πιο βαθύ ύπνο κι ώσπου να ξημερώσει. Χρησιμοποιώντας το δέσιμό τους ως δικαιολογία, σηκωνόταν από το κρεβάτι της ήρεμη για να ζήσει άλλη μια φωτοτυπημένη ημέρα από εκείνες που θεωρητικά συχαινόταν.  Ο "μονόλογος" της υπενθύμιζε αυτό που φοβόταν περισσότερο· την πιθανότητα να ζει απ' του έρωτα το θάνατο, σε ένα μουσείο θλίψης και υποκρισίας. 

Το τσιγάρο τελείωνε. Η βραδινή δροσιά παρηγορούσε το πρόσωπό της. Τα λάθη περίσσευαν στο μέτρημα, τα αγκάθια τρυπούσαν πότε σαν μαχαίρια και πότε σαν βελούδα, η πρόβα σταματούσε πάντα στο ίδιο κρίσιμο σημείο. Θα έφευγε. Κάποιος έπρεπε να φύγει πρώτος. Το κοινό βουβό, οι ρόλοι μοιρασμένοι, τα λόγια γραμμένα σε μουντζουρωμένα χαρτιά, πάντα ίδια και απαράλλαχτα. Η συνείδηση καθισμένη και άπρακτη στη θέση του υποβολέα. Όλα έτοιμα. Κι άλλο τσιγάρο. Κι άλλα τραγούδια. Κι άλλη δροσιά. Κι άλλες μνήμες. Κι άλλη διαιώνιση αμφιβολιών και φόβων. 

"Σφαχτήκαμε τόσες φορές με λέξεις, φιλιά και ψέματα. Γυρέψαμε την Ιθάκη μα βρεθήκαμε σε γκρεμό. Αλλάξαμε. Μάθαμε να υποκρινόμαστε με ευκολία κι αυτό είναι το έσχατο έγκλημα της αγάπης. Δε νοιάζεσαι να δεις ποια είμαι ή ποια έγινα, δε θυμάμαι πια πώς είναι να σ' αγαπώ. Φεύγω απόψε κιόλας, πριν δω ξανά τα μάτια σου να τρεμοπαίζουν κάτω από τον ήλιο και μετανιώσω" ψιθύρισε, γνωρίζοντας ότι δεν θα καταφέρει ποτέ στ' αλήθεια να σταθεί απέναντί του και να κάνει πρεμιέρα στο μονόλογο της. 

Έσβησε το τσιγάρο, έκλεισε το ραδιόφωνο και αποκοιμήθηκε. Θα έπαιρνε θάρρος από τα όνειρά της. Έτσι υποσχέθηκε στον εαυτό της και κάτι μέσα της έλεγε πως αυτή τη φορά το εννοούσε... Σίγουρα το εννοούσε... 

Σε ένα διχασμένο φατσάκι <3  

Από τη διαδικτυακή συλλογή διηγημάτων "Μουσικογραφίες"

Στίχοι/Μουσική: Μανώλης Φάμελλος
Ερμηνεία: Πάνος Μουζουράκης- Μαρίζα Ρίζου



0

Μουσικογραφίες #8 - Μεσοπέλαγα

Posted by texnokratissa on 10:31 π.μ. in

Το καράβι σάλπαρε από το λιμάνι του Πειραιά στις 12 και μισή, όπως ακριβώς έγραφαν τα εισιτήρια τους. Πρωτοφανής τυπικότητα για τα ελληνικά δεδομένα, σκέφτηκε αμέσως ο Σεμπάστιαν. Μάλλον τα πράγματα δεν είναι όπως μας τα λένε οι εφημερίδες, συνέχισε. Όλοι έχουν δικαίωμα στη βελτίωση. Τη σκέψη του διέκοψε ένα ελαφρύ σκούντημα στον αριστερό του ώμο.

«Θα πάω να πάρω έναν καφέ. Μήπως θέλεις;» ρώτησε η Άννα, η ελληνίδα σύζυγός του, στα Γερμανικά.

«Όχι σε ευχαριστώ.» απάντησε ο μεσήλικας άντρας και άφησε το βλέμμα του να χαθεί και πάλι στην απεραντοσύνη της θάλασσας, που τόσο αγαπούσε.

Αυτό το καλοκαίρι δεν έμοιαζε με τα υπόλοιπα δεκαέξι που είχαν περάσει στην Ελλάδα. Η αναψυχή ήταν το ελάχιστο που αναζητούσαν από εκείνο το ταξίδι. Η ομορφιά, όμως, ναι η ομορφιά, ήταν πάντοτε η ίδια στα μάτια του Σεμπάστιαν. Ο ήλιος, η γνώριμη νησιώτικη μυρωδιά, τα χάδια του αέρα, οι εναλλαγές των τοπίων. Αναψυχή είναι οτιδήποτε γεμίζει την καρδιά σου με φως, ψέλλισε με τη φωνή του μυαλού του, για να μην καταφέρει κανείς να διαβάσει τα χείλη του.

Από τα μικρά ηχεία του καταστρώματος ακουγόταν ένα ελληνικό τραγούδι, του οποίου τα λόγια δεν καταλάβαινε, όμως θυμόταν ότι η Άννα το μουρμούριζε που και που στο σπίτι τον τελευταίο καιρό. Είχε συγκρατήσει μόνο μια λέξη: μεσοπέλαγα.

Όταν η Άννα επέστρεψε το τραγούδι έπαιζε ακόμα.

«Μεσοπέλαγα, τι σημαίνει;» την ρώτησε αμέσως μόλις την ένιωσε δίπλα του.

«Μεσοπέλαγα θα πει στο κέντρο της θάλασσας, εκεί που δεν βλέπεις τίποτα άλλο παρά μόνο γαλάζιο, εκεί που νιώθεις ελεύθερος μα και απόλυτα μόνος.» του εξήγησε στα γερμανικά με μια δόση λογοτεχνίας στην επιλογή των λέξεων της.

«Λέει ότι δεν είσαι έτοιμος ποτέ γι’ αυτό που σου συμβαίνει και πως η αγάπη σε βρίσκει και σε χτυπάει εκεί που δεν το περιμένεις, εκεί που δεν την αναζητάς καν» συνέχισε, ενώ τα μάτια της θα πρέπει να λαμπύριζαν κάτω από τα σκούρα της γυαλιά.

Ο Σεμπάστιαν χαμογέλασε κι ύστερα έξυσε λίγο το γκρίζο, ατημέλητο μούσι του, δείχνοντάς της ότι κάτι ήθελε να πει, αλλά δεν ήξερε πώς να το διατυπώσει.

«Κι αυτοί οι άνθρωποι εκεί κάτω; Μεσοπέλαγα βρίσκονται; Έτσι το λέμε;» ρώτησε συνδυάζοντας και πάλι τα σπαστά ελληνικά με τα γερμανικά.

«Ναι, μεσοπέλαγα. Μόνο που αυτοί δεν περιμένουν την αγάπη, αλλά ένα χέρι να τους σώσει από το ανοιχτό, κοφτερό στόμα του βυθού και του πολέμου.»

«Το δικό σου χέρι. Αυτό περιμένουν. Δεν θα αποφάσιζα ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο με δική μου πρωτοβουλία. Το δικό σου χέρι με τράβηξε, με έσωσε πρώτα από τον προσωπικό μου βυθό κι ύστερα μου έδειξε το δρόμο προς τα αόρατα αγαθά της ζωής, που δεν κοστολογούνται, που δεν μετριούνται, που δεν τελειώνουν όσα κι αν δώσεις.»

«Είσαι ως συνήθως λιγάκι υπερβολικός. Αν το παιδί σου φορούσε ένα από αυτά τα πορτοκαλί σωσίβια και πνιγόταν στη μέση του πουθενά δεν θα έκανες τα πάντα για να το σώσεις; Σίγουρα, ναι. Τώρα που δεν είναι το δικό σου παιδί, αλλά κάποια ξένα παιδιά, αλλάζει κάτι; Σίγουρα, όχι.»

«Όλα είναι τόσο καθαρά και αυτονόητα στο μυαλό σου. Ο κόσμος έξω, όμως, αγριεύει, φοβάται, αντιδράει. Το κακό φτάνει στην πόρτα μας, την κλωτσάει και μπαίνει στο σπίτι μας. Κι εμείς από φυσική άμυνα βγάζουμε τα μαχαίρια. Και το κακό ματώνει και ματώνουμε εμείς. Είμαστε και οι δύο χαμένοι. Κάπου το διάβασα»

«Η μόνη φυσική άμυνα είναι η ζωή, η νίκη απέναντι στην αδικία, το βασανισμό και την εξαθλίωση. Τα μαχαίρια προκαλούν βία και η βία θάνατο. Άρα γινόμαστε εμείς οι ίδιοι το "κακό" που δεν θέλουμε να μπει στο σπίτι μας.»

Η Άννα σώπασε και άφησε το δροσερό αεράκι να λούσει το πρόσωπο και τα σκούρα μαλλιά της. Έστρεψε το βλέμμα της στον ουρανό εκεί ακριβώς που ο ήλιος την τύφλωνε και την βάφτιζε μαζί. Έπειτα, αφού ακούμπησε τον καφέ της στο μπλε πάτωμα του καταστρώματος, έγειρε πάνω του και τον φίλησε στο μάγουλο. Έβγαλε τα γυαλιά της και ξάπλωσε στα πόδια του. Άρχισε να τραγουδά σιγανά:

«Μεσοπέλαγα, ενώ γέλαγα με πέτυχε η αγάπη
μεσοπέλαγα, ενώ γέλαγα και δε ζητούσα κάτι
με σκόρπισε η αγάπη, με σκόρπισε μακριά.»




Για την Ανδριάνα Μπάμπαλη και το Νίκο Μωραϊτη από τη διαδικτυακή συλλογή διηγημάτων "Μουσικογραφίες"
(επιρροές από το trailer της Λέξης που δεν λες αυτονόητες)

0

Ανακωχή για απόψε!

Posted by texnokratissa on 11:17 π.μ.

Γεμίζω δύο ποτήρια και κάθομαι κοντά σου. Πάρ' το απόφαση. Δεν θα σταματήσει να βρέχει.    
Έχειςεγκλωβιστεί. Αστειεύομαι. Μπορείς να φύγεις όποτε το θελήσεις, αλλά δεν βρίσκω λόγο να το θελήσεις. Είμαι αρκετά αυτάρεσκη βλέπεις για να ενδώσω στην αμφιβολία των αισθημάτων σου. Ας μην πούμε τα γνωστά χαζόλογα. Κουράστηκα να στροβιλίζομαι γύρω σου χωρίς απαντήσεις. Θέλω να μιλήσουμε σαν  φίλοι που είναι από πάντα φίλοι, σαν εραστές που δεν θα είναι πια εραστές, σαν άνθρωποι λαβωμένοι από το χρόνο και τη μαζική φθορά της αναβλητικότητας. Σε μπερδεύω. Ξέρω. Εσύ δεν έχεις ιδέα τι σημαίνουν όλα αυτά. Εσύ δεν φταις. Ποτέ δεν έφταιξες. 


Με τρομάζει η προσωρινότητα της ζωής. Εσένα; Τις νύχτες ονειρεύομαι ωκεανούς και τις μέρες πνίγομαι σε κουταλάκια. Μη γελάς. Δεν είναι αστείο. Δεν είναι όλα αστεία. Μπορώ να ξαπλώσω δίπλα σου; Επιτρέπεται; Ή μήπως θα προκληθεί πάλι κάποια σύγχυση στον αδιάφορο, αλόγιστο ρεμβασμό σου; Είσαι ζεστός. Τα χέρια σου καίνε. Τα δικά μου τρέμουν. Δεν το κρύβω πια κι ας λες ότι από τους δυο μας το πιο ξερό κεφάλι το έχω εγώ. Μοιάζουμε φρικτά. Θυμήσου το. 

Τα μάτια μου κλείνουν καθώς προσπαθώ να κλέψω λίγο από το πρόσωπό σου. Βουτώ στο αίσθημα και αναπαράγω στο νου μου στιχάκια κοινότυπα γραμμένα για κάτι που ακόμα αδυνατώ να εξηγήσω. Ανασαίνεις ήρεμα. Η μουσική σε γλυκαίνει. Σε κάνει να δείχνεις αληθινός, απαλλαγμένος από τα στερεότυπα που αναγκάζεσαι να φοράς στην υπόλοιπη διαδρομή σου. 

Αισθάνομαι τα δάχτυλά σου στον ώμο μου. Αυτό είναι το φιλί σου για απόψε. Δε θέλω άλλο που να με κόβει σε σάρκες και μισοτελειωμένες εξομολογήσεις. Το σκοτάδι φυγαδεύει αθόρυβα τους εγωισμούς. Η βροχή τους εξαϋλώνει. Λάθος στιγμή θα σου πω. Θα νευριάσεις. Θα ορκιστείς πάλι ότι δεν θα μου ξαναμιλήσεις ποτέ κι ότι με την πρώτη ευκαιρία θα με αρπάξεις από το λαιμό για να με σκοτώσεις. Δεν σου ταιριάζω. Φοράω περήφανα τα φουστάνια μου. Είμαι μάγκας. Ένας ασυμβίβαστος μάγκας. Με αδικείς. Σε υποτιμώ. Ισοπαλία. 

Στο κέντρο της φωτιάς ένα κούτσουρο πάθους καίει ακόμα. Δεν θα το ανακατέψω. Ετούτη η νύχτα δεν αξίζει τίποτα περισσότερο από σιωπή και αλήθεια. Τη σιωπή τη διαλέγεις, την αλήθεια την υπηρετείς. Ξέρω ότι θέλεις να συνεχίσουμε τη μάχη, μα σαν άμαχος πληθυσμός σου ζητώ μια μικρή ανακωχή ως το ξημέρωμα. Έστω ώσπου να πάψουν οι ψιχάλες να γδέρνουν το κορμί μου, έστω ώσπου να μη θυμάμαι πια αν σε έχω ή όχι, αν σου ανήκω ή το αντίστροφο, αν σε πονάω ή αν το κάνεις εσύ. 

Αν η ζωή μας ξεκινούσε αύριο από την ανυπαρξία, θα με έπαιρνες μαζί σου για βόλτα; Αν το φεγγάρι ανέτειλε από τον ήλιο, θα έβρισκες παραμύθια να μου διηγηθείς; Αν μ' αγαπούσες θα το έλεγες; Οκ, σταματάω. Λάθος στιγμή. 

(αφορμή για το κείμενο όπως πάντα η ανάμειξη με φατσάκια που ζουν με το αίσθημα! Αφιερωμένο σε μάγκες και ξερά κεφάλια!) 



Copyright © 2009 Η τεχνοκράτισσα All rights reserved. Theme by Laptop Geek. | Bloggerized by FalconHive.