0

Μουσικογραφίες #7 - Μονόλογος για δύο

Posted by texnokratissa on 5:24 π.μ. in
"Κάποτε έλεγα αν σ' έχανα από έρωτα θα πέθαινα
τώρα βρέθηκα απ' του έρωτα το θάνατο να ζω 
σε ένα μουσείο" 

Ενώ το ραδιόφωνο μουρμούριζε στο φόντο ένα "Μονόλογο για δύο" με τις φωνές του Πάνου και της Μαρίζας, η Ελένη βγήκε στο μπαλκόνι για ένα τελευταίο τσιγάρο. Δεν ήταν το τελευταίο τσιγάρο. Μέρες τώρα. Μήνες τώρα. 

Τον περίμενε να γυρίσει από τη δουλειά. Ευχόταν να μην έρθει. Έπαιρνε την ευχή της πίσω. Η διένεξη εντός της συνεχιζόταν ώσπου να ακούσει την ανάσα του πλάι της, στον πιο βαθύ ύπνο κι ώσπου να ξημερώσει. Χρησιμοποιώντας το δέσιμό τους ως δικαιολογία, σηκωνόταν από το κρεβάτι της ήρεμη για να ζήσει άλλη μια φωτοτυπημένη ημέρα από εκείνες που θεωρητικά συχαινόταν.  Ο "μονόλογος" της υπενθύμιζε αυτό που φοβόταν περισσότερο· την πιθανότητα να ζει απ' του έρωτα το θάνατο, σε ένα μουσείο θλίψης και υποκρισίας. 

Το τσιγάρο τελείωνε. Η βραδινή δροσιά παρηγορούσε το πρόσωπό της. Τα λάθη περίσσευαν στο μέτρημα, τα αγκάθια τρυπούσαν πότε σαν μαχαίρια και πότε σαν βελούδα, η πρόβα σταματούσε πάντα στο ίδιο κρίσιμο σημείο. Θα έφευγε. Κάποιος έπρεπε να φύγει πρώτος. Το κοινό βουβό, οι ρόλοι μοιρασμένοι, τα λόγια γραμμένα σε μουντζουρωμένα χαρτιά, πάντα ίδια και απαράλλαχτα. Η συνείδηση καθισμένη και άπρακτη στη θέση του υποβολέα. Όλα έτοιμα. Κι άλλο τσιγάρο. Κι άλλα τραγούδια. Κι άλλη δροσιά. Κι άλλες μνήμες. Κι άλλη διαιώνιση αμφιβολιών και φόβων. 

"Σφαχτήκαμε τόσες φορές με λέξεις, φιλιά και ψέματα. Γυρέψαμε την Ιθάκη μα βρεθήκαμε σε γκρεμό. Αλλάξαμε. Μάθαμε να υποκρινόμαστε με ευκολία κι αυτό είναι το έσχατο έγκλημα της αγάπης. Δε νοιάζεσαι να δεις ποια είμαι ή ποια έγινα, δε θυμάμαι πια πώς είναι να σ' αγαπώ. Φεύγω απόψε κιόλας, πριν δω ξανά τα μάτια σου να τρεμοπαίζουν κάτω από τον ήλιο και μετανιώσω" ψιθύρισε, γνωρίζοντας ότι δεν θα καταφέρει ποτέ στ' αλήθεια να σταθεί απέναντί του και να κάνει πρεμιέρα στο μονόλογο της. 

Έσβησε το τσιγάρο, έκλεισε το ραδιόφωνο και αποκοιμήθηκε. Θα έπαιρνε θάρρος από τα όνειρά της. Έτσι υποσχέθηκε στον εαυτό της και κάτι μέσα της έλεγε πως αυτή τη φορά το εννοούσε... Σίγουρα το εννοούσε... 

Σε ένα διχασμένο φατσάκι <3  

Από τη διαδικτυακή συλλογή διηγημάτων "Μουσικογραφίες"

Στίχοι/Μουσική: Μανώλης Φάμελλος
Ερμηνεία: Πάνος Μουζουράκης- Μαρίζα Ρίζου



0

Μουσικογραφίες #8 - Μεσοπέλαγα

Posted by texnokratissa on 10:31 π.μ. in

Το καράβι σάλπαρε από το λιμάνι του Πειραιά στις 12 και μισή, όπως ακριβώς έγραφαν τα εισιτήρια τους. Πρωτοφανής τυπικότητα για τα ελληνικά δεδομένα, σκέφτηκε αμέσως ο Σεμπάστιαν. Μάλλον τα πράγματα δεν είναι όπως μας τα λένε οι εφημερίδες, συνέχισε. Όλοι έχουν δικαίωμα στη βελτίωση. Τη σκέψη του διέκοψε ένα ελαφρύ σκούντημα στον αριστερό του ώμο.

«Θα πάω να πάρω έναν καφέ. Μήπως θέλεις;» ρώτησε η Άννα, η ελληνίδα σύζυγός του, στα Γερμανικά.

«Όχι σε ευχαριστώ.» απάντησε ο μεσήλικας άντρας και άφησε το βλέμμα του να χαθεί και πάλι στην απεραντοσύνη της θάλασσας, που τόσο αγαπούσε.

Αυτό το καλοκαίρι δεν έμοιαζε με τα υπόλοιπα δεκαέξι που είχαν περάσει στην Ελλάδα. Η αναψυχή ήταν το ελάχιστο που αναζητούσαν από εκείνο το ταξίδι. Η ομορφιά, όμως, ναι η ομορφιά, ήταν πάντοτε η ίδια στα μάτια του Σεμπάστιαν. Ο ήλιος, η γνώριμη νησιώτικη μυρωδιά, τα χάδια του αέρα, οι εναλλαγές των τοπίων. Αναψυχή είναι οτιδήποτε γεμίζει την καρδιά σου με φως, ψέλλισε με τη φωνή του μυαλού του, για να μην καταφέρει κανείς να διαβάσει τα χείλη του.

Από τα μικρά ηχεία του καταστρώματος ακουγόταν ένα ελληνικό τραγούδι, του οποίου τα λόγια δεν καταλάβαινε, όμως θυμόταν ότι η Άννα το μουρμούριζε που και που στο σπίτι τον τελευταίο καιρό. Είχε συγκρατήσει μόνο μια λέξη: μεσοπέλαγα.

Όταν η Άννα επέστρεψε το τραγούδι έπαιζε ακόμα.

«Μεσοπέλαγα, τι σημαίνει;» την ρώτησε αμέσως μόλις την ένιωσε δίπλα του.

«Μεσοπέλαγα θα πει στο κέντρο της θάλασσας, εκεί που δεν βλέπεις τίποτα άλλο παρά μόνο γαλάζιο, εκεί που νιώθεις ελεύθερος μα και απόλυτα μόνος.» του εξήγησε στα γερμανικά με μια δόση λογοτεχνίας στην επιλογή των λέξεων της.

«Λέει ότι δεν είσαι έτοιμος ποτέ γι’ αυτό που σου συμβαίνει και πως η αγάπη σε βρίσκει και σε χτυπάει εκεί που δεν το περιμένεις, εκεί που δεν την αναζητάς καν» συνέχισε, ενώ τα μάτια της θα πρέπει να λαμπύριζαν κάτω από τα σκούρα της γυαλιά.

Ο Σεμπάστιαν χαμογέλασε κι ύστερα έξυσε λίγο το γκρίζο, ατημέλητο μούσι του, δείχνοντάς της ότι κάτι ήθελε να πει, αλλά δεν ήξερε πώς να το διατυπώσει.

«Κι αυτοί οι άνθρωποι εκεί κάτω; Μεσοπέλαγα βρίσκονται; Έτσι το λέμε;» ρώτησε συνδυάζοντας και πάλι τα σπαστά ελληνικά με τα γερμανικά.

«Ναι, μεσοπέλαγα. Μόνο που αυτοί δεν περιμένουν την αγάπη, αλλά ένα χέρι να τους σώσει από το ανοιχτό, κοφτερό στόμα του βυθού και του πολέμου.»

«Το δικό σου χέρι. Αυτό περιμένουν. Δεν θα αποφάσιζα ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο με δική μου πρωτοβουλία. Το δικό σου χέρι με τράβηξε, με έσωσε πρώτα από τον προσωπικό μου βυθό κι ύστερα μου έδειξε το δρόμο προς τα αόρατα αγαθά της ζωής, που δεν κοστολογούνται, που δεν μετριούνται, που δεν τελειώνουν όσα κι αν δώσεις.»

«Είσαι ως συνήθως λιγάκι υπερβολικός. Αν το παιδί σου φορούσε ένα από αυτά τα πορτοκαλί σωσίβια και πνιγόταν στη μέση του πουθενά δεν θα έκανες τα πάντα για να το σώσεις; Σίγουρα, ναι. Τώρα που δεν είναι το δικό σου παιδί, αλλά κάποια ξένα παιδιά, αλλάζει κάτι; Σίγουρα, όχι.»

«Όλα είναι τόσο καθαρά και αυτονόητα στο μυαλό σου. Ο κόσμος έξω, όμως, αγριεύει, φοβάται, αντιδράει. Το κακό φτάνει στην πόρτα μας, την κλωτσάει και μπαίνει στο σπίτι μας. Κι εμείς από φυσική άμυνα βγάζουμε τα μαχαίρια. Και το κακό ματώνει και ματώνουμε εμείς. Είμαστε και οι δύο χαμένοι. Κάπου το διάβασα»

«Η μόνη φυσική άμυνα είναι η ζωή, η νίκη απέναντι στην αδικία, το βασανισμό και την εξαθλίωση. Τα μαχαίρια προκαλούν βία και η βία θάνατο. Άρα γινόμαστε εμείς οι ίδιοι το "κακό" που δεν θέλουμε να μπει στο σπίτι μας.»

Η Άννα σώπασε και άφησε το δροσερό αεράκι να λούσει το πρόσωπο και τα σκούρα μαλλιά της. Έστρεψε το βλέμμα της στον ουρανό εκεί ακριβώς που ο ήλιος την τύφλωνε και την βάφτιζε μαζί. Έπειτα, αφού ακούμπησε τον καφέ της στο μπλε πάτωμα του καταστρώματος, έγειρε πάνω του και τον φίλησε στο μάγουλο. Έβγαλε τα γυαλιά της και ξάπλωσε στα πόδια του. Άρχισε να τραγουδά σιγανά:

«Μεσοπέλαγα, ενώ γέλαγα με πέτυχε η αγάπη
μεσοπέλαγα, ενώ γέλαγα και δε ζητούσα κάτι
με σκόρπισε η αγάπη, με σκόρπισε μακριά.»




Για την Ανδριάνα Μπάμπαλη και το Νίκο Μωραϊτη από τη διαδικτυακή συλλογή διηγημάτων "Μουσικογραφίες"
(επιρροές από το trailer της Λέξης που δεν λες αυτονόητες)

0

Ανακωχή για απόψε!

Posted by texnokratissa on 11:17 π.μ.

Γεμίζω δύο ποτήρια και κάθομαι κοντά σου. Πάρ' το απόφαση. Δεν θα σταματήσει να βρέχει.    
Έχειςεγκλωβιστεί. Αστειεύομαι. Μπορείς να φύγεις όποτε το θελήσεις, αλλά δεν βρίσκω λόγο να το θελήσεις. Είμαι αρκετά αυτάρεσκη βλέπεις για να ενδώσω στην αμφιβολία των αισθημάτων σου. Ας μην πούμε τα γνωστά χαζόλογα. Κουράστηκα να στροβιλίζομαι γύρω σου χωρίς απαντήσεις. Θέλω να μιλήσουμε σαν  φίλοι που είναι από πάντα φίλοι, σαν εραστές που δεν θα είναι πια εραστές, σαν άνθρωποι λαβωμένοι από το χρόνο και τη μαζική φθορά της αναβλητικότητας. Σε μπερδεύω. Ξέρω. Εσύ δεν έχεις ιδέα τι σημαίνουν όλα αυτά. Εσύ δεν φταις. Ποτέ δεν έφταιξες. 


Με τρομάζει η προσωρινότητα της ζωής. Εσένα; Τις νύχτες ονειρεύομαι ωκεανούς και τις μέρες πνίγομαι σε κουταλάκια. Μη γελάς. Δεν είναι αστείο. Δεν είναι όλα αστεία. Μπορώ να ξαπλώσω δίπλα σου; Επιτρέπεται; Ή μήπως θα προκληθεί πάλι κάποια σύγχυση στον αδιάφορο, αλόγιστο ρεμβασμό σου; Είσαι ζεστός. Τα χέρια σου καίνε. Τα δικά μου τρέμουν. Δεν το κρύβω πια κι ας λες ότι από τους δυο μας το πιο ξερό κεφάλι το έχω εγώ. Μοιάζουμε φρικτά. Θυμήσου το. 

Τα μάτια μου κλείνουν καθώς προσπαθώ να κλέψω λίγο από το πρόσωπό σου. Βουτώ στο αίσθημα και αναπαράγω στο νου μου στιχάκια κοινότυπα γραμμένα για κάτι που ακόμα αδυνατώ να εξηγήσω. Ανασαίνεις ήρεμα. Η μουσική σε γλυκαίνει. Σε κάνει να δείχνεις αληθινός, απαλλαγμένος από τα στερεότυπα που αναγκάζεσαι να φοράς στην υπόλοιπη διαδρομή σου. 

Αισθάνομαι τα δάχτυλά σου στον ώμο μου. Αυτό είναι το φιλί σου για απόψε. Δε θέλω άλλο που να με κόβει σε σάρκες και μισοτελειωμένες εξομολογήσεις. Το σκοτάδι φυγαδεύει αθόρυβα τους εγωισμούς. Η βροχή τους εξαϋλώνει. Λάθος στιγμή θα σου πω. Θα νευριάσεις. Θα ορκιστείς πάλι ότι δεν θα μου ξαναμιλήσεις ποτέ κι ότι με την πρώτη ευκαιρία θα με αρπάξεις από το λαιμό για να με σκοτώσεις. Δεν σου ταιριάζω. Φοράω περήφανα τα φουστάνια μου. Είμαι μάγκας. Ένας ασυμβίβαστος μάγκας. Με αδικείς. Σε υποτιμώ. Ισοπαλία. 

Στο κέντρο της φωτιάς ένα κούτσουρο πάθους καίει ακόμα. Δεν θα το ανακατέψω. Ετούτη η νύχτα δεν αξίζει τίποτα περισσότερο από σιωπή και αλήθεια. Τη σιωπή τη διαλέγεις, την αλήθεια την υπηρετείς. Ξέρω ότι θέλεις να συνεχίσουμε τη μάχη, μα σαν άμαχος πληθυσμός σου ζητώ μια μικρή ανακωχή ως το ξημέρωμα. Έστω ώσπου να πάψουν οι ψιχάλες να γδέρνουν το κορμί μου, έστω ώσπου να μη θυμάμαι πια αν σε έχω ή όχι, αν σου ανήκω ή το αντίστροφο, αν σε πονάω ή αν το κάνεις εσύ. 

Αν η ζωή μας ξεκινούσε αύριο από την ανυπαρξία, θα με έπαιρνες μαζί σου για βόλτα; Αν το φεγγάρι ανέτειλε από τον ήλιο, θα έβρισκες παραμύθια να μου διηγηθείς; Αν μ' αγαπούσες θα το έλεγες; Οκ, σταματάω. Λάθος στιγμή. 

(αφορμή για το κείμενο όπως πάντα η ανάμειξη με φατσάκια που ζουν με το αίσθημα! Αφιερωμένο σε μάγκες και ξερά κεφάλια!) 



0

Μουσικογραφίες #6 - Εκδρομή

Posted by texnokratissa on 9:33 π.μ. in
"Υπάρχει κάποιος λόγος που πρέπει να ακούμε δέκα φορές τη μέρα αυτό το τραγούδι;" είπε ο Νίκος νευριασμένα, ενώ η αδερφή του έδειχνε να τον αγνοεί, δυναμώνοντας κι άλλο την ένταση στα ηχεία. 
"Θα το ακούμε μέχρι να το βαρεθούμε!"
"Το βαρεθήκαμε ήδη! Κλείσ΄ το τώρα!"
"Εγώ σου λέω τίποτα που με ζαλίζεις με τις ροκιές σου;" 
"Δεν είναι το ίδιο! Η μουσική που ακούω εγώ δεν είναι ζαλάδα για κανέναν! Ενώ αυτά τα γλυκανάλατα έχουν καταντήσει κουραστικά πια."

Η διαφωνία των δύο αδερφιών δεν άργησε να καταλήξει σε καβγά. Στην πραγματικότητα οι αψιμαχίες τους δεν ήταν ποτέ σοβαρές. Άλλωστε δεν υπήρχε τίποτε για να χωρίσουν. Οι γονείς τους έφυγαν νωρίς. Είχαν μείνει μόνοι, ο ένας για στήριγμα του άλλου, για απάγκιο και σπιτικό. Με τον καιρό συνήθισαν. Όσο γίνεται να συνηθίσει κανείς την απώλεια. Στάθηκαν γενναίοι κόντρα στις αντίξοες συνθήκες. Ύψωσαν τείχη στο άδικο και βάδισαν το δύσκολο δρόμο του αγνώστου. Τα κατάφεραν. Τα κατάφεραν όπως τα καταφέρνουν αυτοί που δεν έχουν τίποτα να χάσουν και ποντάρουν την καρδιά τους την ίδια για να γυρίσουν το παιχνίδι. 

Ήταν μεσημέρι Παρασκευής. Το μποτιλιάρισμα έκανε το Νίκο να βλαστημά μέσα στο αυτοκίνητό του. Τα χέρια του ίδρωναν, το κεφάλι του πονούσε, η ανάσα του κοβόταν. Ο εγκλωβισμός στην κίνηση του έφερνε μνήμες από τις κρίσεις πανικού που πάθαινε κάποτε στα μεγάλα του ζόρια, τότε που τα αξόδευτα δάκρυα πλημμύριζαν ερήμους και η αναγκαστική επιβίωση του φαινόταν πιο πολύ σα θάνατος παρά σαν ζωή. Η ακινησία συνεχιζόταν. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Δεν καταλάβαινε τι του συνέβαινε ούτε γιατί αισθανόταν εκείνη την αφόρητη ασφυξία. Τα είχε ξεπεράσει χρόνια τώρα αυτά τα συμπτώματα. 

Κάποιοι οδηγοί κατέβηκαν από τα οχήματά τους είτε για να διαμαρτυρηθούν είτε για να ξεμουδιάσουν. Ο Νίκος άνοιξε το παράθυρο και κρέμασε το κεφάλι του απ' έξω. Με την άκρη του ματιού του εντόπισε ένα γυαλισμένο, παμπάλαιο μεν, λευκό αμαξάκι τύπου Λάντα, του οποίου το περιεχόμενο κάτι του θύμιζε. "Το κορίτσι από την φαρμακαποθήκη!" αναφώνησε μέσα του, φέρνοντας στο νου την πρώτη τους τυχαία συνάντηση. "Άραγε με θυμάται; Ούτε δέκα κουβέντες δεν ανταλλάξαμε. Μα γιατί κουνάει το κεφάλι της; Τι τραγουδάει; Γαμώτο! Κατέβασε το παράθυρό σου!" 

Η κοπέλα σα να άκουσε την ενδόμυχη σκέψη του ή σα να την οδήγησε κάποιο αόρατο χέρι από εκείνα που εφευρίσκει η φαντασία για να εξηγήσει τα ανεξήγητα άνοιξε το παράθυρό της.  Η φωνή της μπλέκονταν όμορφα με εκείνη των τραγουδιστών·

"Σήκω να χορέψουμε, μ' ό,τι μπορείς
μ' ό,τι δεν ξέχασες κι άλλος κανείς 
χιλιάδες πρόσωπα εμείς...

Πιάσε το μαντήλι μου απ' την αρχή 
κι από τα χείλη μου μισό φιλί
το άλλο μισό για πάντα εσύ..."

"Όχι πάλι μπροστά μου! Αμάν! Τι έχουν πάθει όλες πια μ' αυτό το τραγουδάκι;" ψέλλισε και κοίταξε προς το μέρος του Λάντα μήπως καταφέρει να μπει στο οπτικό της πεδίο. Τη μουσική διέκοψε μία κόρνα και έπειτα τα λόγια ενός εκφωνητή στο ραδιόφωνό της: 

"Τα διπλά εισιτήρια για την αποψινή εμφάνιση της Δήμητρας Γαλάνη και του Στάθη Δράκου στο Gazarte κερδίζουν οι Δόμνα Καπάτου και η Κατερίνα Μανωλίδου."

Η κοπέλα άρχισε να πανηγυρίζει κουνώντας τα χέρια της μια στον αέρα και μια στο πλάι σε μια ακατανόητη, αλλά ρυθμική, χορευτική φιγούρα. Τα βλέμματα έπεσαν αμέσως πάνω της και μερικά κρυφά χαμόγελα ξεμύτισαν δειλά καταμεσίς του κυκλοφοριακού χάους. Ξαφνικά η ουρά άρχισε να αποσυμφορείται θαρρείς και συνέβη κάποιο μικρό θαύμα. Εκείνη ήταν το μικρό θαύμα. Η αισιοδοξία που κατατροπώνει τη μιζέρια.

"Απόψε. Στο Gazarte, λοιπόν" μουρμούρισε ο Νίκος και έβαλε μπροστά το σταματημένο του όχημα. 

Μπήκε στο σπίτι απρόσμενα χαρούμενος. Η αδερφή του τον κοίταξε με απορία. Δεν μίλησε. Περίμενε εκείνος να ξεφουρνίσει πρώτος τα καθέκαστα. 

"Μάζεψε παρέα. Θα πάμε στο Gazarte το βράδυ. Στη Γαλάνη... και στον Δράκο...που σου αρέσουν." είπε σχεδόν συλλαβιστά με τα μάτια του καρφωμένα στο πάτωμα από ντροπή. 

"Ώπα! Τι βόμβα ήταν αυτή; Τι έγινε αδερφούλη; Γουστάρεις ξαφνικά να ακούσεις τη μουσική που σε ζαλίζει;" ρώτησε η Καίτη με πονηρό ύφος.

"Όχι, ρε! Απλά κάπου το είδα και σκέφτηκα ότι θα ήθελες να πάμε! Αυτό είναι όλο!" 

"Α, μάλιστα! Είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα δηλαδή. Οκ, ας πάμε!"

Πέρασαν περίπου δεκαπέντε μαρτυρικά λεπτά ώσπου να την εντοπίσει ανάμεσα στον κόσμο. Καθόταν σε ένα μικρό τραπεζάκι παρέα μια άλλη γυναίκα λίγο μεγαλύτερη της. Τα μάτια της έλαμπαν από τον ενθουσιασμό, από το πάθος της για τη ζωή, από τη νιότη. Φορούσε ένα μαντήλι στα μαλλιά και χαμογελούσε. Σε μια παράξενη στροφή της μοίρας και της μουσικής ο Νίκος την έπιασε να χορέψουν κάτι που δεν ήξερε πως και αν χορεύεται. Τη συνέχεια θα την έγραφε ο νόμος της έλξης και όλα τα σχετικά παραμύθια των ανθρώπων για την ερωτική ενέργεια. 

"Δεν υπάρχει πάντα και ποτέ. Υπάρχει μόνο χάος. Θέλω μια εκδρομή των μυστικών, των φανερών και των κρυμμένων εαυτών. Εκεί που κουβαλάς όσους αγαπάς και όσους έχουν φύγει" θα του έλεγε σε μια ασυνάρτητη στιγμή μέθης ενώ εκείνος θα κρατούσε τα χέρια της ανάμεσα στα δικά του και θα γινόταν ο άντρας, η μητέρα κι ο θεός της... 


Για τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Στάθη Δράκο, τον Νίκο Μωραϊτη και τους υπόλοιπους δημιουργός; για τη συλλογή διηγημάτων "Μουσκογραφίες" 





0

Μουσικογραφιες #5 -Το κύμα

Posted by texnokratissa on 2:32 π.μ. in

"Αγάπη μου στα δυο σου μάτια 
ανοίγονται θλιμμένα μονοπάτια
μεσ' τη θλίψη θα βαδίσω 
τις πληγές σου για να κλείσω 
κι όταν φτάσω ως την άκρη 
και το μαύρο έχει χαθεί 
θα χαράξω ένα δάκρυ 
μια υπόσχεση ακριβή 
Θα σε πάρω μαζί μου 
στο πιο όμορφο όνειρο

Συγγνώμη για χθες" 

Η Στέλλα έκλεισε το σημείωμα στα χέρια της και κοίταξε με θλίψη το αδειανό μαξιλάρι του άντρα της. Δεκαοχτώ χρόνια γάμου και ήταν η πρώτη φορά που κοιμόταν χωριστά μετά από καβγά. Συνήθως ο θυμός για τις έντονες διαφωνίες τους δεν κρατούσε πάνω από μερικές ώρες. Το προηγούμενο βράδυ, ωστόσο, η κατάσταση ξέφυγε. Με αφορμή μία ασήμαντη επιπολαιότητα της Φένιας, της κόρης τους, άρχισαν να ανταλλάσ-
σουν βαριά λόγια και χαρακτηρισμούς μέχρις ότου να διαλυθούν ολοσδιολου. Στο τέλος, ο Νίκος κατακόκκινος από την ένταση χτύπησε το χέρι του στον τοίχο και είπε ότι δεν έχει πια σπίτι  γιατί δεν λέγεται σπίτι το μέρος που κατοικούν ανεύθυνοι, ανώριμοι άνθρω-ποι που χαπακώνονται με το παραμικρό και δε λογαριάζουν κανέναν. Ύστερα έφυγε και δε φάνηκε ως το πρωί. 

Η Στέλλα συντετριμμένη από τις προσβολές του έκλαιγε αθόρυβα σχεδόν με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τραπέζι της κουζίνας. Ένιωθε προδομένη και ένοχη μαζί. Προδομένη γιατί τόσα χρόνια πίστευε ότι ο Νίκος ήταν δίπλα της στον πόλεμο με τους δαίμονες της ψυχής της, χωρίς να τη θεωρεί τρελή ή άρρωστη, και ένοχη γιατί εκείνη πρώτη τον προκάλεσε σε αυτή λογομαχία για να του αποδείξει ότι στην ανατροφή του παιδιού θα έπρεπε να έχει, λανθασμένα, ως μάνα τον πρώτο λόγο. 

Η Φένια είχε κλειστεί στο δωμάτιο της και δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν από τους δύο γονείς της. Άλλωστε δεν μπορούσαν να την καταλάβουν. Ήταν πολύ εγωιστές για να αφήσουν χώρο για τις επιθυμίες της. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθε ότι η αγάπη τους ήταν το πιο γερό στήριγμα στα όνειρά της και άλλες που η μοναξιά την κύκλωνε σαν φωτιά ενώ η καρδιά της πάγωνε. Θα τους συγχωρούσε πάλι. Όλοι θα συγχωρούσαν όλους. Έτσι είναι οι οικογένειες αγάπη μου, της έλεγε ο πατέρας της κάθε φορά που καβγάδιζαν για σημαντικούς ή ασήμαντους λόγους. Είναι δύσκολο να περάσεις μία ολόκληρη ζωή με ανθρώπους που δε σου μοιάζουν. Αν σου έμοιαζαν, ίσως να μην τους αγαπούσες τόσο. Κανείς δε θέλει να αγαπάει καθρέφτες.

Το πρωί η νεαρή κοπέλα ξύπνησε νωρίς για να πάει στο σχολείο. Άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας με προσοχή και είδε τη μητέρα της να κοιμάται μόνη, κουλουριασμένη κάτω από ενα μπλε κουβερτάκι, έχοντας στο προσκεφάλι της το γνώριμο κουτί με τα φάρμακα. Το κορίτσι αναστέναξε και αποχώρησε γρήγορα όταν άκουσε τα κλειδιά του πατέρα της να γυρίζουν στην κεντρική είσοδο. 

"Μπορώ να ξαπλώσω λίγο στο δωμάτιό σου;" τη ρώτησε χωρίς να καταφέρει να την κοιτάξει στα μάτια.

"Μπορείς." απάντησε κοφτά η κοπέλα.

"Σε ευχαριστώ." είπε ο άντρας και με έναν ελιγμό έφυγε πίσω από την πλάτη της Φένιας.

"Θα τα βρείτε ε;" τον ρώτησε χωρίς να γυρίσει να τον δει.

"Όταν καταφέρω να αντέξω τα χθεσινά μου λάθη θα το συζητήσουμε"

"Έτσι είναι οι οικογένειες μπαμπά. Είναι δύσκολο να περάσεις μια ολόκληρη ζωή με ανθρώπους που δε σου μοιάζουν. Αν σου έμοιαζαν, όμως, δεν θα τους αγαπούσες τόσο. Κανείς δεν θέλει να αγαπάει καθρέφτες. Έτσι δε λες; Καλημέρα. Έχω " 

Ο σαραντατριάχρονος άντρας αφού κατέβασε λίγο το στόρι για να μην μπαίνει ο ήλιος, κάθισε αποκαμωμένος στο γραφείο της κόρης του,βαριανασαίνοντας. Ξαφνικά μία δεσμίδα λευκού φωτός έλουσε το πρόσωπό του. Η οθόνη του υπολογιστή φωτίστηκε και μία παγωμένη εικόνα ενός ζευγαριού κάτω από ένα σεντόνι ξεπρόβαλε στο ημίφως. Ο Νίκος πάτησε το play στο βίντεο και στάθηκε να ακούσει το τραγούδι με αφοσίωση. Κράτησε μερικούς στίχους σε ένα χαρτί, έγραψε και κάτι δικά του και με τη συνείδησή του τσακισμένη βάδισε προς  το συζυγικό τους υπνοδωμάτιο. 

Κάμποσες ώρες αργότερα συναντήθηκαν στο καθιστικό. 

"Διαβασα το ποίημα στο σημειωμα σου. Εσύ το έγραψες;" τον ρώτησε κοφτά και κάπως παραπονιάρικα.

"Ναι! Σου άρεσε;" 

"Πάρα πολύ!" 

"Πάντα ήμουν ο προσωπικός σου ποιητής." της απάντησε. 

"Και ο προσωπικός μου ψεύτης επίσης. Με αυτό το τραγούδι, αν θυμάσαι, χτυπάει το κινητό της Φένιας. Σαρδανάπαλε.Τσαρλατάνε. Ψευτοκουλτουριάρη. Ποιητή της δεκάρας" είπε η Στέλλα και γέλασε ενώ το πρόσωπό της έκανε περίεργα σπασίματα από το λήθαργο και τα δάκρυα.

"Φτου σου! Και έλεγα ότι κάτι μου θυμίζει" αποκρίθηκε ο Νίκος και γέλασε κι αυτός καθώς βύθιζε τα χέρια του στους κροτάφους για να καταλαγιάσει τον πονοκέφαλο. 

"Μου έλειψες χθες." 

"Δε θα ξαναφύγω." 

"Γιατί κάνουμε τόσα λάθη;"

"Γιατί αν δεν κάναμε θα ήμασταν ψεύτικοι." 

"Να σου πω κάτι;"

"Πες μου"

"Πάρε με μαζί σου 
στο πιο όμορφο όνειρο 
πάνω στο κορμί σου 
στου φιλιού σου το βυθό
να σαι συ το κύμα 
να μαι αέρας που φυσά 
σου υπόσχομαι ταξίδια 
ασημένια και χρυσά..." σιγοτραγούδησε η γυναίκα, χαϊδεύοντάς τον στον ώμο και τα μαλλιά.  

Για τις αγαπημένες μας Μέλισσες για τη συλλογή διηγημάτων "Μουσκογραφίες" 



  

0

Μουσικογραφίες #4 - Το δίκιο μου

Posted by texnokratissa on 10:03 π.μ. in



"Φύγε επιτέλους από εκεί. Πώς αντέχεις να δουλεύεις τόσες ώρες για ψίχουλα; Αυτό είναι σκέτη εκμετάλλευση!" είπε ο Δημήτρης αγανακτισμένος και απόλυτα σίγουρος για το δίκιο του.

"Δεν έχω άλλη επιλογή. Ακόμα και το νοίκι μου με το ζόρι το πληρώνω. Μιλάς λες και δεν ξέρεις την κατάσταση!" αποκρίθηκε η ψηλή κοπέλα με τα μεγάλα μάτια και τα έντονα κοκκάλινα χαρακτηριστικά.

"Θα σε βοηθήσω εγώ μέχρι να βρεις κάτι καλύτερο. Τόσες φορές στο έχω πει. Πραγματικά απορώ γιατί είσαι τόσο αρνητική και ακατάδεκτη με κάτι τόσο απλό." 

"Δεν έχω μάθει να κρέμομαι από άλλους. Πάει μια δεκαετία σχεδόν που επιβιώνω μόνη μου. Δε θα γίνω η ελεημοσύνη κανενός." 

"Εσύ την αγάπη τη λες ελεημοσύνη;"

"Αγάπη είναι να αφήνεις τον άλλον να επιλέγει να ζει δίπλα σου με ελευθερία. Αυτό που περιγράφεις δεν είναι ελευθερία. Είναι εξάρτηση" είπε νευρικά η Νικολέττα, καθώς το χάσμα μεταξύ τους μεγάλωνε επικίνδυνα και η ρήξη στο μυαλό της γινόταν όλο και πιο πιθανή. 

"Αυτή η ψευτοπερηφάνεια θα σε φάει! Μείνε στη μιζέρια σου. Μείνε να σαπίσεις με το κεφάλι ψηλά, αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλύτερα. Όταν ξυπνήσεις από τον επαναστατικό σου λήθαργο, τότε θα καταλάβεις. Φάε τα μούτρα σου, λοιπόν, αδιαφορώ για το τι θα απογίνεις." ανταπάντησε ο Δημήτρης χωρίς να ελέγχει πια τη βαρύτητα των λέξεών του. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που διαφωνούσαν ιδεολογικά. Δεν ήταν η πρώτη, ωστόσο, όλα έδειχναν πως θα ήταν η τελευταία. 

"Δε δέχομαι κριτική από ανθρώπους που δεν χρειάστηκε να προσπαθήσουν για τίποτα στη ζωή τους επειδή τα βρήκαν όλα έτοιμα. Αλλά βέβαια! Ο κόσμος εσένα σου ανήκει. Δεν θα σου λείψει ποτέ ούτε το φαΐ ούτε η αξιοπρέπεια ούτε το μεγαλόπιασμα. Είναι εύκολο να πληγώνεις τους άλλους όταν στέκεσαι ψηλά και δεν σε καίει η φωτιά της επιβίωσης. Είναι εύκολο να προσβάλλεις τον αγώνα και το δίκιο τους πολύ απλά γιατί δεν ξέρεις καν τι σημαίνουν αυτά τα δύο. Κρατάω το μίζερο δίκιο μου, λοιπόν, κι αφήνω τον κόσμο στα δικά σου χέρια." Η Νικολέττα είχε βγει πια εκτός εαυτού και δεν μπορούσε να φανταστεί τι παραπάνω θα ήταν ικανοί να ξεστομίσουν για να πληγώσουν περισσότερο ο ένας τον άλλον.

"Φύγε σε παρακαλώ. Μην με αναγκάσεις να σε διώξω!" είπε ο τριανταδιάχρονος άνδρας συγκρατώντας με τα βίας το θυμό και την απογοήτευση ανάμεσα στα δόντια του. 

Η πόρτα έκλεισε με θόρυβο και οι καρδιές τους σταμάτησαν αυτοστιγμεί. Το άρωμα της μύριζε ακόμα στο χώρο. Το άρωμα του την ακολουθούσε λες έβγαινε από τη σάρκα της αυτονόητα τρία χρόνια τώρα. Όσο το κενό ανάμεσά τους γινόταν δρόμος για φευγιό, τόσο τα αρώματα πονούσαν στα σώματα, στην αίσθηση, στη μνήμη. 

Η αγάπη έσπαγε, οι αντιθέσεις ρίζωναν, οι εγωισμοί πανηγύριζαν. Η μοναξιά αργά ή γρήγορα θα έφερνε την αυτοκριτική. Τα λάθη, οι ιδέες, οι ιδεοληψίες, τα τραύματα, οι διχασμοί, το μεγάλωμα θα στιβάζονταν αυστηρά στο νου για ένα πικρό δάκρυ ή ένα ακριβό δίκιο. Στο τέλος του, το μέτρημα δεν θα έδειχνε ούτε νικητή μα ούτε και χαμένο· γιατί νικητής είναι εκείνος που παραμέρισε το "εγώ" του για την αγάπη και χαμένος εκείνος που το θυσίασε για χάρη της.   

Η Νικολέττα βάδιζε αφηρημένη όταν της ήρθε στο νου εκείνο το τραγούδι της Γιώτας Νέγκα, του Ιωάννου και του Καραμουρατίδη που το θεωρούσε αυτοβιογραφικό της. Άρχισε να το μουρμουρίζει, ενώ ένας ήλιος του Μάρτη, κοφτερός και αλαζόνας έκαιγε τα μάγουλά της.

"Εγώ έχω το δίκιο μου 
κι εσύ τον κόσμο όλο
νομίζεις θα βρεθούμε στα μισά.
Μιλάω με τον ίσκιο μου 
τρομάζω με το ρόλο 
κοιμάμαι με τα μάτια μου ανοιχτά. 

Εμένα με φιλήσανε στο στόμα οι ανάγκες 
την έκανα τη βόλτα στα βαθιά 
εσένα το ταξίδι σου δυο καρφωμένες ράγες 
νομίζεις ότι πήγες μακρυά

Εγώ μετράω τα ρέστα μου 
να βγάλω κι άλλο μήνα
ανοίγω και δε βλέπω ουρανό 
εσύ έχεις στο πιάτο σου 
ολόκληρη Αθήνα 
ανοίγεις και χαζεύεις το κενό"


Για τον Θέμη Καραμουρατίδη, τον Οδυσσέα Ιωάννου και την Γιώτα Νέγκα από την διαδικτυακή συλλογή διηγημάτων "Μουσικογραφίες" 



















































0

Μουσικογραφίες #3 - Τα μεροκάματα

Posted by texnokratissa on 11:04 π.μ. in
 «Ο χρόνος είναι μία υπαρξιακή καταπακτή, μια παγίδα που εφηύρε ο άνθρωπος για κανονίζει τα γεράματά του. Η ασύλληπτη κίνησή του αποτυπώνεται στο ρολόι ορθόδοξα, δεν υπάρχει χώρος για αμφισβήτηση. Οι νέοι αδιαφορούν, καμιά φορά βαριούνται κλεισμένοι στα κουτιά που τους επιβάλλαμε να ζήσουν. Περιμένουν να περάσει η ώρα για να φύγουν από το μάθημα, από τη δουλειά, από τα διάφορα τέλος πάντων, μαυσωλεία της ψυχής τους. Οι μεγαλύτεροι εύχονται να μπορούσαν να γυρίσουν την ώρα πίσω, να βαρεθούν ξανά στην άγνοια του κινδύνου που παρέχουν τα νιάτα, να πέσουν με τα μούτρα στους έρωτες και στις ιδέες, να χορέψουν στην παραίσθηση του παντοτινού. Όμως χρόνος δεν υπάρχει στ’ αλήθεια. Υπάρχουν μόνο δύο πράγματα: η ζωή και ο θάνατος.»

Ο Ανδρέας έκλεισε το σημειωματάριό του και αναστέναξε. Πάλι οι λέξεις δεν του έδωσαν τις απαντήσεις που ζητούσε. Πάλι απέτυχε να εξηγήσει, όπως ήθελε, το μικρό νόημα που ξεγυμνωνόταν κάθε νύχτα μέσα στο κεφάλι του. Αφού ανασκάλεψε τα χαρτιά του πάνω στο γραφείο, βρήκε το χειριστήριο του στερεοφωνικού. Πάτησε το κόκκινο κουμπί και έπειτα πήγε στην κουζίνα να αναζητήσει λίγο ακόμα καφέ.


Τα σύγχρονα ελληνικά τραγούδια, πέραν κάποιων εξαιρέσεων δεν του προκαλούσαν καμία συγκίνηση. Ήταν άνθρωπος παλιάς πάστας, χατζηδακικής. Λάτρευε τον Γκάτσο, τον Λοΐζο, τον Ξαρχάκο. Τα έπινε με Μοσχολιού και Καζαντζίδη. Θυμόταν τη Δέσποινα με Καραϊνδρου και Μητσιά. Μπερδεμένος από τα ακούσματα έπεφτε για ύπνο σιγοτραγουδώντας ρεμπέτικα. Μέσα στο όνειρό του γελούσε με τα χάλια του.

Μια ψιλή γυναικεία φωνή στο ραδιόφωνο ανήγγειλε το τραγούδι της ημέρας: «Τα μεροκάματα» του Παναγιώτη Παπαϊωάννου σε στίχους Δημήτρη Παπαχαραλάμπους και μουσική Χρυσόστομου Καραντωνίου. Επικράτησε μία μικρή σιωπή δευτερολέπτων μέχρι να παίξουν οι πρώτες νότες. Ο εβδομηντάχρονος συγγραφέας αύξησε την ένταση κατά τέσσερις μονάδες – ήταν ψυχαναγκαστικός με τους ζυγούς αριθμούς.

«Μικρά τα μεροκάματα
τα δωρεάν πιο λίγα
ξεκίνησα χαράματα
μα πουθενά δεν πήγα

Φθηνά τα λόγια τα πολλά
και ακριβή μια λέξη
ποιος αγοράζει ποιος πουλά
και ποιος σου τα χει κλέψει»

Ο Ανδρέας σκέφτηκε αμέσως τον εγγονό του, τον συνονόματο Ανδρέα. Θα έκλεινε τα είκοσι έξι τον Φεβρουάριο. Ήταν οικονομολόγος. Δούλευε σε μία χρηματιστηριακή εταιρία στη Γαλλία. «Παππού, το πιο ακριβό πράγμα στον κόσμο είναι να μπορούμε να λέμε ο ένας στον άλλον τρεις φράσεις και να τις εννοούμε, όπως θα εννοούσαμε έναν όρκο με στοίχημα τη ζωή μας: σ’ αγαπώ, συγγνώμη και σε συγχωρώ.» του έλεγε κι εκείνος φούσκωνε από υπερηφάνεια.

«Δεν είναι που προσπάθησα
όσο κανείς δε ξέρει
είναι που όσα κράτησα
μου κάψανε το χέρι.»

Η αγάπη, σκέφτηκε, η αγάπη σου καίει το χέρι, η αγάπη και η προδοσία. Κάτι σημείωσε και δεν έψαξε για άλλες αντιπαραβολές. Αφέθηκε και έκανε μια απόπειρα να ψιθυρίσει λίγους στίχους για να μην τους ξεχάσει. Θυμήθηκε πάλι τη Δέσποινα, τις μέρες τους με τα μικρά μεροκάματα και τα ακριβά γέλια, τα νιάτα, το βράσιμο στο αίμα, την αγωνία τους για το μέλλον και το μεγάλωμα.

«Δεν είναι που κουράστηκα να περιμένω μόνο
είναι που δε φαντάστηκα πώς χάθηκες στο δρόμο»


«κάποιου παραδείσου» συμπλήρωσε ο Ανδρέας και άνοιξε πάλι το σημειωματάριο. 

Από την διαδικτυακή συλλογή διηγημάτων "Μουσικογραφίες"



0

Μουσικογραφίες #2 - Λαβύρινθοι

Posted by texnokratissa on 10:07 π.μ. in

Το ξυπνητήρι της χτύπησε όπως κάθε μέρα στις επτά και δώδεκα πρώτα λεπτά. Αυτά τα ασήμαντα εκατόν είκοσι δευτερόλεπτα μετά το «και δέκα» της έδιναν την ψευδαίσθηση ότι κοιμόταν λίγο παραπάνω, ότι κέρδιζε μια ακόμα ευκαιρία στο όνειρο. Ένιωθε το κεφάλι της βαρύ και το σώμα της ανήμπορο. Δραπέτευσε από τα σκεπάσματά της βαριεστημένα και, αφού σκόνταψε στην άκρη του κρεβατιού, προχώρησε προς το στενό διάδρομο που οδηγούσε στο μπάνιο. Το πρόσωπό της έδειχνε ασυνήθιστα χλωμό στον καθρέφτη, τα μάτια της έμοιαζαν κλαμένα. Δεν έμοιαζαν. Ήταν κλαμένα. Πολλές μέρες τώρα.


Βγήκε στη στάση του λεωφορείου, τυλιγμένη με ένα μάλλινο κασκόλ. Ο Γενάρης δεν αστειευόταν. Την διαπερνούσε σα ρήγος πυρετού και έρωτα μαζί από το δέρμα ως τη ψυχή. Φόρεσε τα ακουστικά της για να ξεχαστεί κάπως από την ιδέα της ατελείωτης στίβας με τα χαρτιά που την περίμενε σε εκείνο το ψυχρό γραφείο της οδού Μανωλάκη και ρύθμισε τη συχνότητα στον αγαπημένο της σταθμό. 

«Μας τρώει κάτι μέσα μας
και χάνουμε τη μπέσα μας
κι αυτοί που δεν αντέξαμε
και καταρρεύσαμε στα άδικα του κόσμου

Οι πιο ακριβοθώρητοι,
σκληροί σχεδόν αόρατοι
μπορέσαμε να γίνουμε
για να μείνουμε ο καθένας ο εαυτός του»

Αυτό το τραγούδι την έκανε στ’ αλήθεια να καταρρέει μπροστά στον ίδιο της το συμβιβασμό· 
εργαζόταν δέκα και παραπάνω ώρες τη μέρα για να μένει τρεις μήνες και βάλε απλήρωτη, όμως δεν διανοούνταν καν τη φυγή· 
είχε εγκαταλείψει από καιρό τη μουσική της, όμως δεν άκουγε τα δάχτυλά της που διψούσαν για την αφή και μόνο εκείνων των ασπρόμαυρων πλήκτρων του πιάνου που άλλοτε αντιπροσώπευαν τη μοναδική της βλέψη για το μέλλον και το μόνο προσδιοριστικό· 
είχε κρυφτεί πίσω από μια καλά δομημένη, ατάραχη εικόνα, όμως δεν έλεγε τίποτα σε κανέναν για το χάος που επικρατούσε στο στενάχωρο παρασκήνιο, στις σκάλες για τα εντός, στο μικρό δωμάτιο πίσω από την ομορφιά του προσώπου.  
Καθηλωμένη στην αποδοχή της παραίτησης, θα περνούσε άλλη μια ίδια μέρα. Άλλη μια μέρα που το τίποτα μέσα της θα θέριωνε περισσότερο και θα την απειλούσε πια απροκάλυπτα και θρασύδειλα.

«Τι κι αν δεν μου μιλάς πια
τι κι αν δεν έχω ούτε εσένα
να δίνεις σχήμα σε νοήματα κρυμμένα
με ένα βλέμμα.»

Σκούπισε ένα βαρύ δάκρυ στο μανίκι της και έβγαλε από την τσέπη ένα πορτοκαλί εισιτήριο, μιας και το λεωφορείο πλησίαζε προς το μέρος της γρήγορα. Άφησε να περάσει πρώτα ο ηλικιωμένος άνδρας με τα παραμορφωμένα άκρα και έπειτα κάποια παιδιά με μεγάλες σχολικές τσάντες στους ώμους. Ακούμπησε το πόδι της στο σκαλοπάτι. Ανέβηκε. Χτύπησε το εισιτήριο της στο μηχάνημα. Στάθηκε για λίγο.

«Κι αν βρίσκαμε το θάρρος μας
να διώξουμε το βάρος μας
και σ’ ό,τι ονειρευόμαστε να μη φοβόμαστε
να η καρδιά μου πάρτη»

«Κυρία μου θα περάσετε;» την ρώτησε ο οδηγός ευγενικά, αντιλαμβανόμενος  ίσως την αφηρημάδα της.

«Όχι.» απάντησε η νεαρή γυναίκα με τα κοκκινωπά μαλλιά και τα παράξενα μαύρα, γυαλιστερά μάτια, ενώ τσαλάκωνε υπομονετικά το εισιτήριο ανάμεσα στην παλάμη της σαν αυτή η ασήμαντη κίνηση να ήταν μέρος μιας τελετουργίας.

Με μία μικρή αναπήδηση η Μαίρη κατέβηκε από το αλουμινένιο κουτί και απομακρύνθηκε σχεδόν τρέχοντας. Η παλιά ζωή της είχε μόλις τελειώσει. Εκείνο το τραγούδι ήταν άραγε η αφορμή; Ή μήπως υπάρχει πάντα μία οριακή στιγμή που σε αναγκάζει να αυτοσυντηρηθείς και να αποδράσεις από το λαβύρινθο σου; Δεν ήξερε να απαντήσει στο επίμονο ερώτημα του μυαλού της. Αρκέστηκε σε μια βαθιά ανακουφιστική ανάσα, σε μια επιπόλαια αναγέννηση και σε έναν φευγαλέο συν τοις άλλοις επώδυνο απολογισμό.

«Ό,τι έχουμε να δώσουμε
κι ας παραδώσουμε άοπλα την αγάπη» συμπλήρωναν στα ακουστικά οι φωνές της Παυλίνας και του Μπάμπη, όπως τους ονόμαζε χαρακτηριστικά σα να τους γνώριζε χρόνια, σα να έπινε μαζί τους καφέ κάθε Κυριακή απόγευμα. 

Πληκτρολόγησε στο κινητό της έναν αριθμό. Περίμενε λιγάκι, δαγκώνοντας τα σκισμένα από το κρύο χείλη της.

«Θα σου τα πω όλα. Κι ας μη θες να μου μιλάς πια. Κι ας μην σε έχω. Αν είναι να κοπώ, θέλω να κοπώ μαζί σου. Άοπλα, ειρηνικά.»

Τελικά, ναι, αυτό το τραγούδι ήταν μια καλή αφορμή για απόδραση, σκέφτηκε και πέταξε από πάνω της το ογκώδες, μάλλινο κασκόλ γιατί η ψυχή της δεν κρύωνε πια, γιατί ήταν ελεύθερη, έστω για λίγο, έστω για πάντα, αληθινά ελεύθερη...


Από διαδικτυακή συλλογή διηγημάτων "Μουσικογραφίες" για την Παυλίνα Βουγλαράκη και τον Μπάμπη Στόκα.

Λαβύρινθοι
Στίχοι - μουσική: Παυλίνα Βουλγαράκη

Υ.Γ Αν θέλετε να προτείνετε τραγούδια για τις επόμενες μουσικογραφίες, μπείτε ΕΔΩ

Copyright © 2009 Η τεχνοκράτισσα All rights reserved. Theme by Laptop Geek. | Bloggerized by FalconHive.