0

Μουσικογραφίες #1 - Ως κι οι θάλασσες!

Posted by texnokratissa on 1:48 μ.μ. in



Υπάρχουν άραγε άνθρωποι που τους διώχνουν ως κι οι θάλασσες; Αναρωτήθηκα. Μάλλον, μου απάντησε κάποιος ή κάποια από τα πίσω σκοτεινά μέρη του μυαλού μου. Πώς να σε αντέξει μια θάλασσα όταν εσύ ονειρεύεσαι τον ουρανό; Κι από την άλλη πώς να σου επιτρέψει το πέταγμα ένας ουρανός όταν εσύ κοιμάσαι και ξυπνάς με μια θάλασσα στο προσκεφάλι σου; Μπερδεμένα πράγματα. Ανθρώπινα πράγματα, σάρκινα, αναπόδραστα. 

-Συμβιβάσου κι εσύ με κάτι.΄Όλοι συμβιβάζονται. Ένα μικρότερο όνειρο δεν παύει να είναι όνειρο. 
-Ναι, αλλά δεν είναι το ίδιο όνειρο. Άσ' το. μου το χάλασες. 
-Εγώ φταίω. Συγγνώμη. 
-Μη, μη το κάνεις αυτό. Άσε με να φύγω αθόρυβα, σα να βαδίζω μέσα στο νερό. Άσε με να σε κοιτώ, σα να μην ξέρεις ότι σε κοιτώ. Άσε με να βουλιάζω σαν άστρο στο ίδιο μου το καρδιοχτύπι, και να σ' αποχαιρετώ. Δε φταις εσύ. Δεν μου το χάλασες εσύ. 
-Τότε ποιος; 
-Η αγάπη η ίδια και ο χρόνος. Η ρίζα μου στο σώμα σου κι η θάλασσα στο κρεβάτι μας πλάι. Εγώ απ' άκρη σ' άκρη και το γραφτό μου..

*Συνειρμικά λόγια σε ένα χαρτί που μένει λευκό όσο μελάνι κι αν στάξεις πάνω του. 

Αφιερωμένο στην Ελεωνόρα, χωρίς περιττά στολίσματα.






3

Καταιγίδες έρωτες ( ή μια βροχή για να ρθεις)

Posted by texnokratissa on 10:59 π.μ.


Ξημερώνει και σ’ ακούω στη βροχή. 
Αυτός μονάχα ο γνήσιος ανόθευτος ήχος έμεινε να σε παρομοιάζει ακόμα στ’ αυτιά μου. Σα να μην έφυγες, λέει, σα να με περιμένεις με ζεστό καφέ στο σαλόνι, σα να γελάς όπως γελούν εκείνοι, που ονειρεύονται. Πρέπει να σηκωθώ.Πρέπει να πάω κάπου. Δεν έχω να πάω κάπου, αλλά πρέπει. Πρέπει, όπως λέμε βρέχει, όπως λέμε ανατέλλει ο ήλιος, όπως λέμε πεινάω.Έτσι με έμαθαν να ζω κι ας μη σου άρεσε ποτέ όλος ετούτος ο συμβιβασμός μου. 

Δε ξέρω ποια μάσκα να φορέσω σήμερα. Τις έχω βαρεθεί, με σφίγγουν, με κάνουν να θέλω να γεράσω νωρίτερα, να μην τις χρειάζομαι πια για να πείσω ότι είμαι κάτι που, εκ των πραγμάτων, δεν θα μπορέσω να γίνω. Μπερδεύτηκα. Πάντα μπερδεύομαι. Εγώ μπερδεύομαι κι εσύ εκνευρίζεσαι, που δεν έχεις εύκαιρη ούτε μία λύση για να με παρηγορήσεις. Παρηγοριά. Μου φαίνεται τόσο άσχημη αυτή η λέξη μερικές φορές. Γιατί να σε παρηγορούν και όχι απλά να σ’ αγαπούν χωρίς άλλα λόγια; Δεν το καταλαβαίνω. Αισθάνομαι ανόητη σε έναν κόσμο που κανονικά οι ανόητοι προοδεύουν, μα εγώ, τι πρωτότυπο, ούτε αυτό δεν κατάφερα. Έγινα παρανάλωμα στις επιθυμίες μου, ένα σώμα εύπλαστο στα χέρια εκείνων, που νόμιζα ότι είχαν κάτι να μου πουν μόνο και μόνο, επειδή μπόλιασαν στη ψυχή μου τον έρωτα και τον αποθέωσαν. Είναι τουλάχιστον εθιστικό να ζει κανείς μέσα σε μια τέτοια οφθαλμαπάτη με τα μάτια κλειστά. Είναι αναγκαίο ίσως για να αντέξει ύστερα την πτώση, την έκπτωση, το ξέχασμα. Αλίμονο σε εκείνους που δεν θα παραδοθούν μήτε για μια μικρή, αδιαίρετη στιγμή στο αυτονόητο ένστικτο της εξάρτησης από ένα άλλο σώμα. Αλίμονο και σε εκείνους που θα το επιδιώξουν τόσο αυστηρά ώστε να πιστέψουν ότι μπορούν ακόμα και να το αγοράσουν. Αλίμονο και σε μας τους δυο, που στήσαμε τόσες απάτες ανάμεσά μας, θαρρείς κι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να ζήσουμε μαζί.

Δυναμώνει έξω. Κάτι αποφασισμένες στάλες πέφτουν στο τζάμι μου με επιμονή, λες και θα της λυπηθώ και θα ανοίξω να περάσουν από μέσα. Μα, ποιος θέλει να περάσει από μέσα; Ποιος να αρνηθεί αυτό το φθινόπωρο; Ποιος να πει όχι στην καταιγίδα, που μυρίζει ακόμα καλοκαίρι; Θέλω να πιάσω λίγο βρεγμένο χώμα και να σε θυμηθώ. Να σε θυμηθώ ακέραιο, όπως ήσουν μετά από κάθε μας μικρό ταξίδι, όπως ήσουν όταν ενθουσιαζόσουν με ένα καινούριο βιβλίο, όπως ήσουν όταν απ’ τη μεριά σου στο κρεβάτι γύρευες τη δικιά μου για να βεβαιωθείς ότι είμαι εκεί, ότι δεν έφυγα μεσ’ τη νύχτα, παρασυρμένη από κάποιο αερικό. Ίσως να μην φανταζόσουν ότι θα έφευγες εσύ πρώτος, όμως εγώ το φοβόμουν. Κι όσο φοβόμουν τόσο πιο εύκολο σου έκανα το φευγιό. Γιατί βλέπεις όταν ο άνθρωπος φοβάται, δεν κρατά ούτε μια στάλα από τη λογική του. Τυφλώνεται, παραλογίζεται, σέρνεται μικροπρεπής στα ασήμαντα της κάθε μέρας. Βγάζει απ’ τα χείλη του λέξεις που ποτέ δεν θα άξιζαν σε έναν άνθρωπο παρά μόνο αν ήταν κάποιος εκ γεννετής τύραννος ή δολοφόνος. Ωρύεται, κλαίει, ξεσπά, κατηγορεί. Ύστερα ζητά συγγνώμη. «Φοβάμαι μη σε χάσω», λέει μετά. Γατζώνεται από μια αγκαλιά απελπισίας. Μένει εκεί ώσπου να κοπάσουν οι άνεμοι, ώσπου να ημερέψει λίγο ο φόβος. Όταν σηκώνει το βλέμμα, είναι ήδη πρωί, άλλο  ένα πρωί, άλλο ένα καθάριο πρωί. «Όλα θα φτιάξουν» λέει μα δεν το εννοεί. Ξέρει ότι ο φόβος έχει μονάχα δύο πιθανές διαδρομές: αυτή της πτώσης κι αυτή της πραγματοποίησης. Ξέρει επίσης ότι αδυνατεί από τα γεννοφάσκια του να τον νικήσει, άρα μάλλον απομένει μία διαδρομή. «Φύγε όσο είναι νωρίς. Καλύτερα να πονάω που σε έχασα, παρά να τρεμουλιάζω κάθε βράδυ κάτω από το σεντόνι μη τυχόν και σε χάσω».  Τέλος πάντων. Δε λένε ότι ένα «τέλος πάντων» αρκεί για να αποσιωπήσει όλη την προηγούμενη αυθαιρεσία των λόγων σου; Τέλος πάντων. 

*Η φωτογραφία απεικονίζει τον Παλαιό Παντελεήμονα Πιερίας και ανήκει με την επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος στον Απόστολο Παπακρίβο, που αρχίζει να ανακαλύπτει σιγά σιγά τα ταλέντα του.

Υ.Γ. Ιωάννα Πετρίδου σε ευχαριστώ που μου κάνεις τη χάρη και διαβάζεις ό, τι σου στέλνω! 

Υ.Γ. Παρτίδες με την επικαιρότητα δεν θα ανοίξω ακόμα! Περιμένω... 


Copyright © 2009 Η τεχνοκράτισσα All rights reserved. Theme by Laptop Geek. | Bloggerized by FalconHive.