0

Μουσικογραφίες #4 - Το δίκιο μου

Posted by texnokratissa on 10:03 π.μ. in



"Φύγε επιτέλους από εκεί. Πώς αντέχεις να δουλεύεις τόσες ώρες για ψίχουλα; Αυτό είναι σκέτη εκμετάλλευση!" είπε ο Δημήτρης αγανακτισμένος και απόλυτα σίγουρος για το δίκιο του.

"Δεν έχω άλλη επιλογή. Ακόμα και το νοίκι μου με το ζόρι το πληρώνω. Μιλάς λες και δεν ξέρεις την κατάσταση!" αποκρίθηκε η ψηλή κοπέλα με τα μεγάλα μάτια και τα έντονα κοκκάλινα χαρακτηριστικά.

"Θα σε βοηθήσω εγώ μέχρι να βρεις κάτι καλύτερο. Τόσες φορές στο έχω πει. Πραγματικά απορώ γιατί είσαι τόσο αρνητική και ακατάδεκτη με κάτι τόσο απλό." 

"Δεν έχω μάθει να κρέμομαι από άλλους. Πάει μια δεκαετία σχεδόν που επιβιώνω μόνη μου. Δε θα γίνω η ελεημοσύνη κανενός." 

"Εσύ την αγάπη τη λες ελεημοσύνη;"

"Αγάπη είναι να αφήνεις τον άλλον να επιλέγει να ζει δίπλα σου με ελευθερία. Αυτό που περιγράφεις δεν είναι ελευθερία. Είναι εξάρτηση" είπε νευρικά η Νικολέττα, καθώς το χάσμα μεταξύ τους μεγάλωνε επικίνδυνα και η ρήξη στο μυαλό της γινόταν όλο και πιο πιθανή. 

"Αυτή η ψευτοπερηφάνεια θα σε φάει! Μείνε στη μιζέρια σου. Μείνε να σαπίσεις με το κεφάλι ψηλά, αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλύτερα. Όταν ξυπνήσεις από τον επαναστατικό σου λήθαργο, τότε θα καταλάβεις. Φάε τα μούτρα σου, λοιπόν, αδιαφορώ για το τι θα απογίνεις." ανταπάντησε ο Δημήτρης χωρίς να ελέγχει πια τη βαρύτητα των λέξεών του. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που διαφωνούσαν ιδεολογικά. Δεν ήταν η πρώτη, ωστόσο, όλα έδειχναν πως θα ήταν η τελευταία. 

"Δε δέχομαι κριτική από ανθρώπους που δεν χρειάστηκε να προσπαθήσουν για τίποτα στη ζωή τους επειδή τα βρήκαν όλα έτοιμα. Αλλά βέβαια! Ο κόσμος εσένα σου ανήκει. Δεν θα σου λείψει ποτέ ούτε το φαΐ ούτε η αξιοπρέπεια ούτε το μεγαλόπιασμα. Είναι εύκολο να πληγώνεις τους άλλους όταν στέκεσαι ψηλά και δεν σε καίει η φωτιά της επιβίωσης. Είναι εύκολο να προσβάλλεις τον αγώνα και το δίκιο τους πολύ απλά γιατί δεν ξέρεις καν τι σημαίνουν αυτά τα δύο. Κρατάω το μίζερο δίκιο μου, λοιπόν, κι αφήνω τον κόσμο στα δικά σου χέρια." Η Νικολέττα είχε βγει πια εκτός εαυτού και δεν μπορούσε να φανταστεί τι παραπάνω θα ήταν ικανοί να ξεστομίσουν για να πληγώσουν περισσότερο ο ένας τον άλλον.

"Φύγε σε παρακαλώ. Μην με αναγκάσεις να σε διώξω!" είπε ο τριανταδιάχρονος άνδρας συγκρατώντας με τα βίας το θυμό και την απογοήτευση ανάμεσα στα δόντια του. 

Η πόρτα έκλεισε με θόρυβο και οι καρδιές τους σταμάτησαν αυτοστιγμεί. Το άρωμα της μύριζε ακόμα στο χώρο. Το άρωμα του την ακολουθούσε λες έβγαινε από τη σάρκα της αυτονόητα τρία χρόνια τώρα. Όσο το κενό ανάμεσά τους γινόταν δρόμος για φευγιό, τόσο τα αρώματα πονούσαν στα σώματα, στην αίσθηση, στη μνήμη. 

Η αγάπη έσπαγε, οι αντιθέσεις ρίζωναν, οι εγωισμοί πανηγύριζαν. Η μοναξιά αργά ή γρήγορα θα έφερνε την αυτοκριτική. Τα λάθη, οι ιδέες, οι ιδεοληψίες, τα τραύματα, οι διχασμοί, το μεγάλωμα θα στιβάζονταν αυστηρά στο νου για ένα πικρό δάκρυ ή ένα ακριβό δίκιο. Στο τέλος του, το μέτρημα δεν θα έδειχνε ούτε νικητή μα ούτε και χαμένο· γιατί νικητής είναι εκείνος που παραμέρισε το "εγώ" του για την αγάπη και χαμένος εκείνος που το θυσίασε για χάρη της.   

Η Νικολέττα βάδιζε αφηρημένη όταν της ήρθε στο νου εκείνο το τραγούδι της Γιώτας Νέγκα, του Ιωάννου και του Καραμουρατίδη που το θεωρούσε αυτοβιογραφικό της. Άρχισε να το μουρμουρίζει, ενώ ένας ήλιος του Μάρτη, κοφτερός και αλαζόνας έκαιγε τα μάγουλά της.

"Εγώ έχω το δίκιο μου 
κι εσύ τον κόσμο όλο
νομίζεις θα βρεθούμε στα μισά.
Μιλάω με τον ίσκιο μου 
τρομάζω με το ρόλο 
κοιμάμαι με τα μάτια μου ανοιχτά. 

Εμένα με φιλήσανε στο στόμα οι ανάγκες 
την έκανα τη βόλτα στα βαθιά 
εσένα το ταξίδι σου δυο καρφωμένες ράγες 
νομίζεις ότι πήγες μακρυά

Εγώ μετράω τα ρέστα μου 
να βγάλω κι άλλο μήνα
ανοίγω και δε βλέπω ουρανό 
εσύ έχεις στο πιάτο σου 
ολόκληρη Αθήνα 
ανοίγεις και χαζεύεις το κενό"


Για τον Θέμη Καραμουρατίδη, τον Οδυσσέα Ιωάννου και την Γιώτα Νέγκα από την διαδικτυακή συλλογή διηγημάτων "Μουσικογραφίες" 



















































0

Μουσικογραφίες #3 - Τα μεροκάματα

Posted by texnokratissa on 11:04 π.μ. in
 «Ο χρόνος είναι μία υπαρξιακή καταπακτή, μια παγίδα που εφηύρε ο άνθρωπος για κανονίζει τα γεράματά του. Η ασύλληπτη κίνησή του αποτυπώνεται στο ρολόι ορθόδοξα, δεν υπάρχει χώρος για αμφισβήτηση. Οι νέοι αδιαφορούν, καμιά φορά βαριούνται κλεισμένοι στα κουτιά που τους επιβάλλαμε να ζήσουν. Περιμένουν να περάσει η ώρα για να φύγουν από το μάθημα, από τη δουλειά, από τα διάφορα τέλος πάντων, μαυσωλεία της ψυχής τους. Οι μεγαλύτεροι εύχονται να μπορούσαν να γυρίσουν την ώρα πίσω, να βαρεθούν ξανά στην άγνοια του κινδύνου που παρέχουν τα νιάτα, να πέσουν με τα μούτρα στους έρωτες και στις ιδέες, να χορέψουν στην παραίσθηση του παντοτινού. Όμως χρόνος δεν υπάρχει στ’ αλήθεια. Υπάρχουν μόνο δύο πράγματα: η ζωή και ο θάνατος.»

Ο Ανδρέας έκλεισε το σημειωματάριό του και αναστέναξε. Πάλι οι λέξεις δεν του έδωσαν τις απαντήσεις που ζητούσε. Πάλι απέτυχε να εξηγήσει, όπως ήθελε, το μικρό νόημα που ξεγυμνωνόταν κάθε νύχτα μέσα στο κεφάλι του. Αφού ανασκάλεψε τα χαρτιά του πάνω στο γραφείο, βρήκε το χειριστήριο του στερεοφωνικού. Πάτησε το κόκκινο κουμπί και έπειτα πήγε στην κουζίνα να αναζητήσει λίγο ακόμα καφέ.


Τα σύγχρονα ελληνικά τραγούδια, πέραν κάποιων εξαιρέσεων δεν του προκαλούσαν καμία συγκίνηση. Ήταν άνθρωπος παλιάς πάστας, χατζηδακικής. Λάτρευε τον Γκάτσο, τον Λοΐζο, τον Ξαρχάκο. Τα έπινε με Μοσχολιού και Καζαντζίδη. Θυμόταν τη Δέσποινα με Καραϊνδρου και Μητσιά. Μπερδεμένος από τα ακούσματα έπεφτε για ύπνο σιγοτραγουδώντας ρεμπέτικα. Μέσα στο όνειρό του γελούσε με τα χάλια του.

Μια ψιλή γυναικεία φωνή στο ραδιόφωνο ανήγγειλε το τραγούδι της ημέρας: «Τα μεροκάματα» του Παναγιώτη Παπαϊωάννου σε στίχους Δημήτρη Παπαχαραλάμπους και μουσική Χρυσόστομου Καραντωνίου. Επικράτησε μία μικρή σιωπή δευτερολέπτων μέχρι να παίξουν οι πρώτες νότες. Ο εβδομηντάχρονος συγγραφέας αύξησε την ένταση κατά τέσσερις μονάδες – ήταν ψυχαναγκαστικός με τους ζυγούς αριθμούς.

«Μικρά τα μεροκάματα
τα δωρεάν πιο λίγα
ξεκίνησα χαράματα
μα πουθενά δεν πήγα

Φθηνά τα λόγια τα πολλά
και ακριβή μια λέξη
ποιος αγοράζει ποιος πουλά
και ποιος σου τα χει κλέψει»

Ο Ανδρέας σκέφτηκε αμέσως τον εγγονό του, τον συνονόματο Ανδρέα. Θα έκλεινε τα είκοσι έξι τον Φεβρουάριο. Ήταν οικονομολόγος. Δούλευε σε μία χρηματιστηριακή εταιρία στη Γαλλία. «Παππού, το πιο ακριβό πράγμα στον κόσμο είναι να μπορούμε να λέμε ο ένας στον άλλον τρεις φράσεις και να τις εννοούμε, όπως θα εννοούσαμε έναν όρκο με στοίχημα τη ζωή μας: σ’ αγαπώ, συγγνώμη και σε συγχωρώ.» του έλεγε κι εκείνος φούσκωνε από υπερηφάνεια.

«Δεν είναι που προσπάθησα
όσο κανείς δε ξέρει
είναι που όσα κράτησα
μου κάψανε το χέρι.»

Η αγάπη, σκέφτηκε, η αγάπη σου καίει το χέρι, η αγάπη και η προδοσία. Κάτι σημείωσε και δεν έψαξε για άλλες αντιπαραβολές. Αφέθηκε και έκανε μια απόπειρα να ψιθυρίσει λίγους στίχους για να μην τους ξεχάσει. Θυμήθηκε πάλι τη Δέσποινα, τις μέρες τους με τα μικρά μεροκάματα και τα ακριβά γέλια, τα νιάτα, το βράσιμο στο αίμα, την αγωνία τους για το μέλλον και το μεγάλωμα.

«Δεν είναι που κουράστηκα να περιμένω μόνο
είναι που δε φαντάστηκα πώς χάθηκες στο δρόμο»


«κάποιου παραδείσου» συμπλήρωσε ο Ανδρέας και άνοιξε πάλι το σημειωματάριο. 

Από την διαδικτυακή συλλογή διηγημάτων "Μουσικογραφίες"



Copyright © 2009 Η τεχνοκράτισσα All rights reserved. Theme by Laptop Geek. | Bloggerized by FalconHive.