0

Χρώμα ή μαύρο;

Posted by texnokratissa on 3:56 μ.μ.
Οι άνθρωποι είναι σημαντικοί μα ανησυχούν για πράγματα ασήμαντα, αναλώνονται σ’ αυτά αγνοώντας την πρώτη και μοναδική ευκαιρία τους στη ζωή. Θυμώνουν για τα μικρά, αρρωσταίνουν για τα λίγα, θλίβονται για τα μισά. Βρίζουν για μια θέση στο παρκινγκ, αγανακτούν, χτυπιούνται, χάνονται. Περιπολούν την κάθε τους μέρα, τη μαντρώνουν σαν άγριο ζώο, τη φυλούν μη τυχόν και τους ξεφύγει από τον έλεγχο. Ο νομοταγής εγωκεντρισμός τους δεν επιτρέπει τα παραστρατήματα. Ανακαλύπτουν συνεχώς νέους τρόπους για να είναι δυστυχείς και να διαμαρτύρονται. Μιλάνε πάντα για εκείνα που τους λείπουν κι όχι για εκείνα που έχουν, εναντιώνονται στην αλλαγή, αδικούν,πληγώνουν. Επιβιώνουν νωθρά και παρασιτικά σε έναν αιώνα που κραυγάζει για φωτιά, για τόλμη, για βοήθεια.

Γιατί αυτό είναι εδώ και όχι εκεί, γιατί αυτός έκανε εκείνο κι εγώ δε μπόρεσα να το κάνω, γιατί αυτός παίρνει τόσα κι εγώ λιγότερα, γιατί, γιατί, γιατί… Προβληματισμοί κενοί σε περιεχόμενο, άνοστοι και άοσμοι σα να προέρχονται από νεκρούς οργανισμούς. Αρνούμαι να αφουγκραστώ αυτή τη ναρκισσιστική μικροπρέπεια, αυτήν την αυτοκτονική ματαιοδοξία, αυτό το έρεβος. Αρνούμαι. Ειδικά τώρα. Τώρα που το αίμα ποτίζει σαν μάστιγα το χώμα, τώρα που η γη γονατισμένη ζητά λίγο έλεος, τώρα που η πείνα πιότερο από ποτέ βαθουλώνει τα μάτια των ανθρώπων. Αρνούμαι…

Θα μιλήσω πρώτα σε σένα που είσαι δίπλα μου, αν μου το επιτρέπεις. Είσαι γονιός ίσως, είσαι δάσκαλος ίσως, είσαι επιστήμονας, είσαι νέος… Μέσα στη γκρίνια σου για εκείνα που έρχονται στραβά, βρες ένα λεπτό και κοίταξε επάνω. Βλέπεις πόσο μικρός είσαι μπροστά στον ήλιο; Βλέπεις πόσα σύμπαντα σε πλαισιώνουν; Βλέπεις πόσα αστέρια φανερώνονται για να σου θυμίσουν το δικό τους «άπειρο» και το δικό σου «λίγο»; Πες μου, το βλέπεις; Μια μολυβιά είσαι στο χάρτη όπως όλοι κι αντί να πάρεις τα χρώματα και να τη ζωγραφίσεις κάθεσαι και φουντάρεις στο μαύρο. Αλήθεια πώς καταφέρνεις και κοιμάσαι με τόσο μαύρο στη μολυβιά σου; Αν μπορούσες να μου το εξηγήσεις τότε θα σ’ άφηνα ήσυχο να βουλιάξεις.

Και για να ξέρεις, το χειρότερο μαύρο σε μια μολυβιά δεν είναι εκείνο που χαράζει η αρρώστια, ο πόλεμος, η μοναξιά. Αυτό είναι δικαιολογημένο. Το χειρότερο είναι εκείνο που εφευρίσκει ο άνθρωπος μέσα στην ανικανότητα του να αποδεχτεί την απλότητα των πραγμάτων. Βουτηγμένος στη σύνθεση, ξεχνά τα βασικά υλικά· το αλάτι, το πιπέρι, το μεράκι, την ανθρωπιά… Ξεχαρβαλώνεται ανάμεσα σε μοτίβα και τυποποιημένες συνταγές, παραπαίει για ιδέες πουλημένες, αγκομαχά, εγκλωβίζεται, δεινοπαθεί. Αγνοώντας το γεγονός της προσωρινότητάς του, αφιερώνεται ολόκληρος σε μία βόλεψη τάχα παντοτινή, τάχα δίκαια. Εξατμίζεται και χάνει το νόημα, χάνει τα πρόσωπα, χάνει τις στιγμές.

Ακούω τα χρώματα μου να με φωνάζουν από το συρτάρι. Το κόκκινο, το κίτρινο, το θαλασσί… Αποχωρώ. Είναι τόσο μικρή η μολυβιά μου για να την ξοδεύω ερμηνεύοντας το μαύρο σου. Εσύ θα μείνεις;
* Με αφορμή μια συζήτηση με την Ειρήνη. 

0

Συρματοπλέγματα φωτός

Posted by texnokratissa on 2:38 μ.μ.

 Μια άναρχη αχτίδα στο παράθυρο
πάλι θα ξέμεινε εδώ το καλοκαίρι
μες τις γκριμάτσες του χειμώνα
και μέσα στο άεργο «γιατί»

Αυτής της γης είμαι παιδί
συμβιώνω με τη θάλασσα
κι ανακατεύομαι με τη φωτιά
ερωτοτροπώ με τα σύννεφα
με τα άγρια λουλούδια
με τις  Κυριακές

Φοράω στα βλέφαρα το χθες
παλιώνω και ξαναγεννιέμαι
κι αναρωτιέμαι- τη ζωή μου τη διττή 
που να στεριώσω;

Στο φως θα λιώσω
θα γίνω κεχριμπάρι κι άμμος χρυσή
Ολόχρυση για να με κοιτάς στα μάτια
να με δέχεσαι έτσι απόκληρη που είμαι
και να σφαλίζεις  με το κορμί σου
τις χαραμάδες των δαιμόνων μου

Των πιο ακριβών πανάρχαιων φόβων μου
που το νόστο, μου αρνούνται
την επιστροφή  στο αψεγάδιαστο της αγάπης
στο καρτερικό της υπομονής
στο αδιάβλητο της συγχώρεσης

Στα νερά αυτής της όασης
εκεί θα βουτήξω
θα λουστώ ως τη ψυχή
θα πιω και θα μεθύσω
θα αγκαλιάσω τον αιώνα μου γυμνή


0

Από τον άνθρωπο της νύχτας που του έτρεξε φωτιά

Posted by texnokratissa on 3:03 μ.μ.

Από τον άνθρωπο της νύχτας που του έτρεξε φωτιά –έτσι μου είπε
από τον άνθρωπο λέει που φυτρώνει στη στάχτη.

Πέρασε από μπροστά μου αφήνοντας μια αίσθηση κάπνας, όχι αυτής που ασφυκτιάς, αλλά σα να πρόκειται για μια κινούμενη «κάθαρση», μια φευγαλέα εικόνα μεκελιού και εξάγνησης. Εισέβαλε μέσα στο μυαλό μου, ένα ρημαγμένο τοπίο που περικλείεται από έναν καταγάλανο ουρανό και ήλιο με δόντια, δόντια που μπαίνουν μέσα σου, αλλά δε σε τρομάζουν, σε ηρεμούν. Έτσι έμοιαζε να τείνει και το δικό του.


Κάτι ψιθύρισε και ανέτειλε με ένα χαμόγελο δύσκολο στην ανάγνωση. Δήλωσε παρουσία. Δήλωσε ύπαρξη γοερή, γοερή στη χαρά, γοερή και στο χαμό, ύπαρξη λουσμένη στο αγίασμα της γης.

Κανείς δεν θα μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ψέλλισε μέσα από τα χείλη του, μόνο αυτοί που μιλάνε τη γλώσσα των ανέμων, μήνυμα που αντηχεί μέσα σε ολόκληρη την πλάση, βροντώδες αλλά σιωπηλό, ενθουσιώδες αλλά γεμάτο εγκράτεια

Δρόσισε τα ακροδάχτυλα του στα ρυάκι του δάσους. Ύστερα άπλωσε βρεγμένα και γυμνά τα χέρια του προς το μέρος μου. Ήταν σα να μου ζητούσε να μεταφράσω. Δε μπορούσα. Του ‘δωσα λίγο από το φαΐ μου και μια κουβέρτα.. Χωρίς να μιλώ.

"Ένα χάδι" σκέφτηκα! Αυτό μου ζητάει! Ένα χάδι που θα χει λόγο, που θα πονάει όταν πρέπει, που θα γλυκαίνει τις αυγές, που θα ολοκαυτώνει και θα ολογεννά. Ένα χάδι διπρόσωπο και αμιγές μαζί, ένα χάδι που μέσα στο αθώρητο του σκότους θα πυρπολήσει τους πυλώνες του βαθιά!

Πήρα λοιπόν την πρωτοβουλία, τέντωσα το χέρι μου, προσπάθησα να τον αγγίξω στο πρόσωπο. Τα δάχτυλά μου έμοιαζαν σαν κλαδιά, άκαμπτα και «κουρεμένα», άχαρα στην όψη. Μάλλον με διακατείχε εκνευρισμός, ήταν σαν την πρωτόγνωρη αίσθηση όταν ένα ζώο ψάχνει για τη λεία του. Το κινεί μια ανώτερη δύναμη, αυτή της επιβίωσης αλλά ταυτόχρονα μοιάζει άτσαλο, άχαρο, σαν παιδί που κάνει τα πρώτα του βήματα, παρόλο που έχει γεννηθεί για να περπατάει και να χτενίζει όλη τη γη.

Τραβήχτηκε απότομα. Έμοιαζε σα να μην τον είχαν αγγίξει ξανά. Τουλάχιστον όχι έτσι. Εγώ ένα ζώο άμαθο κι εκείνος ένα άνθος εύθραυστο. Τον πλησίασα ξανά. Τον άγγιξα πιο γενναία... Τα μάτια του έτρεξαν και πάλι φως, αλμυρό φως, "δάκρινο"!


Τελικά είχα κατανοήσει τι αποζητούσε. Ο νους μου πλέον το  είχε συλλάβει. Ήταν ένα άγγιγμα ψυχής, όχι ένα άγγιγμα επιφανειακό, το μήνυμα του πλέον είχε γίνει ξεκάθαρο, αν ξεκλειδώσεις την καρδιά σου τότε όλοι οι δρόμοι θα ανοίξουν! Τον άγγιξα πάνω στο στήθος, στην αριστερή πλευρά του θώρακα, εκεί όπου η άμυνα είναι επιφανειακά πιο σθεναρή μιας και κρύβει τον πιο πολύτιμο θησαυρό του ανθρώπινου σώματος, ένιωσα τον παλμό του, έστρεψε το βλέμμα του μέσα μου, βυθίστηκε μέσα στην αχανή μου ύπαρξη, μειδίασε φευγαλέα μέχρι που το μειδίαμα μετατράπηκε σε χαμόγελο. Ξαφνικά το χαμόγελο που ήταν ζωγραφισμένο έμοιαζε με ουράνιο τόξο, η νύχτα μετατράπηκε στο πιο φωτεινό καταφύγιο που είχα ποτέ βρεθεί, εξαϋλώθηκε, χάθηκε από μπροστά μου, δε ξέρω αν ήταν όνειρο ή κάποιο τέχνασμα της φαντασίας μου, αλλά αυτό που ξέρω ήταν ότι μπορούσα πλέον να μυρίσω γύρω μου την άνοιξη.  

*Το παρόν κείμενο αποτελεί μια πρώτη μας αυθόρμητη προσπάθεια να δημιουργήσουμε κάτι από κοινού. Δύο άνθρωποι που συνδιαλέγονται μέσα στη ίδια ιστορία, μέσα στην ίδια τρικυμία, μέσα στην ίδια αντανάκλαση φωτός. Δύο άνθρωποι που γράφουν εναλλάξ (οι κενές σειρές σηματοδοτούν την αλλαγή) και προσπαθούν ίσως να πουν κάτι... Σε ευχαριστώ Merlock ή άνθρωπε της φωτιάς ή όπως αλλιώς θα ήθελες να σε αποκαλώ... :)


Copyright © 2009 Η τεχνοκράτισσα All rights reserved. Theme by Laptop Geek. | Bloggerized by FalconHive.