0

Μουσικογραφίες #3 - Τα μεροκάματα

Posted by texnokratissa on 11:04 π.μ. in
 «Ο χρόνος είναι μία υπαρξιακή καταπακτή, μια παγίδα που εφηύρε ο άνθρωπος για κανονίζει τα γεράματά του. Η ασύλληπτη κίνησή του αποτυπώνεται στο ρολόι ορθόδοξα, δεν υπάρχει χώρος για αμφισβήτηση. Οι νέοι αδιαφορούν, καμιά φορά βαριούνται κλεισμένοι στα κουτιά που τους επιβάλλαμε να ζήσουν. Περιμένουν να περάσει η ώρα για να φύγουν από το μάθημα, από τη δουλειά, από τα διάφορα τέλος πάντων, μαυσωλεία της ψυχής τους. Οι μεγαλύτεροι εύχονται να μπορούσαν να γυρίσουν την ώρα πίσω, να βαρεθούν ξανά στην άγνοια του κινδύνου που παρέχουν τα νιάτα, να πέσουν με τα μούτρα στους έρωτες και στις ιδέες, να χορέψουν στην παραίσθηση του παντοτινού. Όμως χρόνος δεν υπάρχει στ’ αλήθεια. Υπάρχουν μόνο δύο πράγματα: η ζωή και ο θάνατος.»

Ο Ανδρέας έκλεισε το σημειωματάριό του και αναστέναξε. Πάλι οι λέξεις δεν του έδωσαν τις απαντήσεις που ζητούσε. Πάλι απέτυχε να εξηγήσει, όπως ήθελε, το μικρό νόημα που ξεγυμνωνόταν κάθε νύχτα μέσα στο κεφάλι του. Αφού ανασκάλεψε τα χαρτιά του πάνω στο γραφείο, βρήκε το χειριστήριο του στερεοφωνικού. Πάτησε το κόκκινο κουμπί και έπειτα πήγε στην κουζίνα να αναζητήσει λίγο ακόμα καφέ.


Τα σύγχρονα ελληνικά τραγούδια, πέραν κάποιων εξαιρέσεων δεν του προκαλούσαν καμία συγκίνηση. Ήταν άνθρωπος παλιάς πάστας, χατζηδακικής. Λάτρευε τον Γκάτσο, τον Λοΐζο, τον Ξαρχάκο. Τα έπινε με Μοσχολιού και Καζαντζίδη. Θυμόταν τη Δέσποινα με Καραϊνδρου και Μητσιά. Μπερδεμένος από τα ακούσματα έπεφτε για ύπνο σιγοτραγουδώντας ρεμπέτικα. Μέσα στο όνειρό του γελούσε με τα χάλια του.

Μια ψιλή γυναικεία φωνή στο ραδιόφωνο ανήγγειλε το τραγούδι της ημέρας: «Τα μεροκάματα» του Παναγιώτη Παπαϊωάννου σε στίχους Δημήτρη Παπαχαραλάμπους και μουσική Χρυσόστομου Καραντωνίου. Επικράτησε μία μικρή σιωπή δευτερολέπτων μέχρι να παίξουν οι πρώτες νότες. Ο εβδομηντάχρονος συγγραφέας αύξησε την ένταση κατά τέσσερις μονάδες – ήταν ψυχαναγκαστικός με τους ζυγούς αριθμούς.

«Μικρά τα μεροκάματα
τα δωρεάν πιο λίγα
ξεκίνησα χαράματα
μα πουθενά δεν πήγα

Φθηνά τα λόγια τα πολλά
και ακριβή μια λέξη
ποιος αγοράζει ποιος πουλά
και ποιος σου τα χει κλέψει»

Ο Ανδρέας σκέφτηκε αμέσως τον εγγονό του, τον συνονόματο Ανδρέα. Θα έκλεινε τα είκοσι έξι τον Φεβρουάριο. Ήταν οικονομολόγος. Δούλευε σε μία χρηματιστηριακή εταιρία στη Γαλλία. «Παππού, το πιο ακριβό πράγμα στον κόσμο είναι να μπορούμε να λέμε ο ένας στον άλλον τρεις φράσεις και να τις εννοούμε, όπως θα εννοούσαμε έναν όρκο με στοίχημα τη ζωή μας: σ’ αγαπώ, συγγνώμη και σε συγχωρώ.» του έλεγε κι εκείνος φούσκωνε από υπερηφάνεια.

«Δεν είναι που προσπάθησα
όσο κανείς δε ξέρει
είναι που όσα κράτησα
μου κάψανε το χέρι.»

Η αγάπη, σκέφτηκε, η αγάπη σου καίει το χέρι, η αγάπη και η προδοσία. Κάτι σημείωσε και δεν έψαξε για άλλες αντιπαραβολές. Αφέθηκε και έκανε μια απόπειρα να ψιθυρίσει λίγους στίχους για να μην τους ξεχάσει. Θυμήθηκε πάλι τη Δέσποινα, τις μέρες τους με τα μικρά μεροκάματα και τα ακριβά γέλια, τα νιάτα, το βράσιμο στο αίμα, την αγωνία τους για το μέλλον και το μεγάλωμα.

«Δεν είναι που κουράστηκα να περιμένω μόνο
είναι που δε φαντάστηκα πώς χάθηκες στο δρόμο»


«κάποιου παραδείσου» συμπλήρωσε ο Ανδρέας και άνοιξε πάλι το σημειωματάριο. 

Από την διαδικτυακή συλλογή διηγημάτων "Μουσικογραφίες"



0 Comments

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © 2009 Η τεχνοκράτισσα All rights reserved. Theme by Laptop Geek. | Bloggerized by FalconHive.