0

Κάτω απ' τη μαρκίζα

Posted by texnokratissa on 2:46 π.μ.
"Δεν έτυχε ποτέ να μας πιάσει βροχή μαζί", σκέφτεται η Βίκυ. "Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει, είναι μια φωτογραφία της στιγμής, είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη", ξανασκέφτεται. Η φωτογραφία δε θυμίζει πια ούτε εκείνη μα ούτε κι εκείνον. Δύο ανυποψίαστα παιδιά κοντά στα είκοσι να χαμογελούν ακουμπώντας ο ένας το κεφάλι του άλλου. Ο Μάνος την αγκαλιάζει. Η Βίκυ χαίρεται που εκ των πραγμάτων θα τον  ερωτευτεί. Δεν τους προειδοποίησε κανείς όμως, για το έγκλημα που πήγαιναν να διαπράξουν. Δεν τους σταμάτησαν τα χέρια, τα πόδια, τη καρδιά. Απλά μια νύχτα τους τα ακρωτηρίασαν όλα, βίαια και αδιαπραγμάτευτα. Ο λόγος τους μαχαίρι, η ειρωνεία τους φωτοβολίδα πάνω στο στήθος, το δικαίωμά τους ανύπαρκτο...


Πριν προφτάσει καλά καλά να το συνειδητοποιήσει, ο Μάνος είχε κιόλας φύγει. Της είπε δύο κουβέντες ψεύτικες, χαμογέλασε τυπικά και εξαφανίστηκε μέσα στη γλύκα της ερχόμενης άνοιξης, μιας άνοιξης που αλλιώς είχαν σχεδιάσει. Αυτό όμως που έθλιβε περισσότερο τη Βίκυ  ήταν το κατηγορητικό βλέμμα του απέναντί της. Την κοιτούσε σα να την καταδίκαζε για ποινικό αδίκημα, σα να το 'χε κάνει επίτηδες που τον αγάπησε...

"Όλα μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει
κι ας λάμπει η ξεγνοιασιά της εκδρομής
Εσύ όπου να πας σ' όποιο ταξίδι
σε λάθος στάση θα κατεβείς"

Κάτι τέτοιο ακουγόταν από τα χείλη της λίγο αφότου κατάλαβε τι είχε συμβεί.Παγωμένη μπροστά σε έναν έρωτα που την διάλεξε και την διέλυσε ταυτόχρονα , πήρε τους δρόμους για να τον συναντήσει δήθεν τυχαία. Τον περίμενε στον Πύργο, στο άγαλμα του Βενιζέλου, στο λιμάνι, έξω από το σπίτι του. Μια μέρα τη χαιρέτησε σε ένα σοκάκι κάποιος που του έμοιαζε. "Όχι, όχι αποκλείεται! Ο Μάνος δεν θα μου μιλούσε ποτέ του σαν να ήμουν η πιο ασήμαντη γνωστή του! Όχι, όχι δεν ήταν αυτός". Παραμιλούσε σε όλη τη διαδρομή προς τη μικρό της δυάρι μπας και πείσει τελικά τον εαυτό της πως αυτό που είδε δεν ήταν αληθινό. Όταν έφτασε, γυμνή πια από φτερά κι από όνειρα ακούμπησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι και αποκοιμήθηκε....

Χρόνια μετά, η βροχή που δε ζήσανε ποτέ μαζί τους ένωσε κάτω από τη μαρκίζα ενός θεάτρου, εκεί που στάθηκαν και οι δύο τυχαία για να προφυλαχθούν. Όλα ήταν ξανά εκεί! Τα μάτια του στολισμένα με την ίδια καταιγίδα που ερωτεύτηκε τόσο ανήμπορα στα είκοσί της, το μικρό κενό στο χαμόγελό του, τα υπερκινητικά χέρια του, τα κατάμαυρα μαλλιά του. Για αρχή δεν είπαν τίποτα. Εκείνος είχε σωπάσει αιώνες τώρα, εκείνη δεν είχε το κουράγιο να του πει ούτε λέξη...

Κόντρα στους στίχους του τραγουδιού που τόσο αγαπούσε, η Βίκυ δεν έβγαλε μιλιά ως το τέλος. Δεν τον ρώτησε χωρίς ελπίδα πού μένει, πού κοιμάται και πώς ζει... Μόνο τον τράβηξε στη βροχή και του ζήτησε μια φωτογραφία! Την τράβηξε σε ανύποπτο χρόνο χωρίς να δώσει την παραμικρή σημασία στις ενστάσεις του. Έπειτα άγγιξε με τα χείλη της τα δικά του και άρχισε να τρέχει μέσα στη μπόρα του καλοκαιριού. Δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ κάτω απ' τη μαρκίζα.... Πώς να βρεθούν άλλωστε, αφού όλες τους τις βροχές τις πέρασαν βρεγμένοι βγάζοντας φωτογραφίες;!

0 Comments

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © 2009 Η τεχνοκράτισσα All rights reserved. Theme by Laptop Geek. | Bloggerized by FalconHive.