0

Από τον άνθρωπο της νύχτας που του έτρεξε φωτιά

Posted by texnokratissa on 3:03 μ.μ.

Από τον άνθρωπο της νύχτας που του έτρεξε φωτιά –έτσι μου είπε
από τον άνθρωπο λέει που φυτρώνει στη στάχτη.

Πέρασε από μπροστά μου αφήνοντας μια αίσθηση κάπνας, όχι αυτής που ασφυκτιάς, αλλά σα να πρόκειται για μια κινούμενη «κάθαρση», μια φευγαλέα εικόνα μεκελιού και εξάγνησης. Εισέβαλε μέσα στο μυαλό μου, ένα ρημαγμένο τοπίο που περικλείεται από έναν καταγάλανο ουρανό και ήλιο με δόντια, δόντια που μπαίνουν μέσα σου, αλλά δε σε τρομάζουν, σε ηρεμούν. Έτσι έμοιαζε να τείνει και το δικό του.


Κάτι ψιθύρισε και ανέτειλε με ένα χαμόγελο δύσκολο στην ανάγνωση. Δήλωσε παρουσία. Δήλωσε ύπαρξη γοερή, γοερή στη χαρά, γοερή και στο χαμό, ύπαρξη λουσμένη στο αγίασμα της γης.

Κανείς δεν θα μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ψέλλισε μέσα από τα χείλη του, μόνο αυτοί που μιλάνε τη γλώσσα των ανέμων, μήνυμα που αντηχεί μέσα σε ολόκληρη την πλάση, βροντώδες αλλά σιωπηλό, ενθουσιώδες αλλά γεμάτο εγκράτεια

Δρόσισε τα ακροδάχτυλα του στα ρυάκι του δάσους. Ύστερα άπλωσε βρεγμένα και γυμνά τα χέρια του προς το μέρος μου. Ήταν σα να μου ζητούσε να μεταφράσω. Δε μπορούσα. Του ‘δωσα λίγο από το φαΐ μου και μια κουβέρτα.. Χωρίς να μιλώ.

"Ένα χάδι" σκέφτηκα! Αυτό μου ζητάει! Ένα χάδι που θα χει λόγο, που θα πονάει όταν πρέπει, που θα γλυκαίνει τις αυγές, που θα ολοκαυτώνει και θα ολογεννά. Ένα χάδι διπρόσωπο και αμιγές μαζί, ένα χάδι που μέσα στο αθώρητο του σκότους θα πυρπολήσει τους πυλώνες του βαθιά!

Πήρα λοιπόν την πρωτοβουλία, τέντωσα το χέρι μου, προσπάθησα να τον αγγίξω στο πρόσωπο. Τα δάχτυλά μου έμοιαζαν σαν κλαδιά, άκαμπτα και «κουρεμένα», άχαρα στην όψη. Μάλλον με διακατείχε εκνευρισμός, ήταν σαν την πρωτόγνωρη αίσθηση όταν ένα ζώο ψάχνει για τη λεία του. Το κινεί μια ανώτερη δύναμη, αυτή της επιβίωσης αλλά ταυτόχρονα μοιάζει άτσαλο, άχαρο, σαν παιδί που κάνει τα πρώτα του βήματα, παρόλο που έχει γεννηθεί για να περπατάει και να χτενίζει όλη τη γη.

Τραβήχτηκε απότομα. Έμοιαζε σα να μην τον είχαν αγγίξει ξανά. Τουλάχιστον όχι έτσι. Εγώ ένα ζώο άμαθο κι εκείνος ένα άνθος εύθραυστο. Τον πλησίασα ξανά. Τον άγγιξα πιο γενναία... Τα μάτια του έτρεξαν και πάλι φως, αλμυρό φως, "δάκρινο"!


Τελικά είχα κατανοήσει τι αποζητούσε. Ο νους μου πλέον το  είχε συλλάβει. Ήταν ένα άγγιγμα ψυχής, όχι ένα άγγιγμα επιφανειακό, το μήνυμα του πλέον είχε γίνει ξεκάθαρο, αν ξεκλειδώσεις την καρδιά σου τότε όλοι οι δρόμοι θα ανοίξουν! Τον άγγιξα πάνω στο στήθος, στην αριστερή πλευρά του θώρακα, εκεί όπου η άμυνα είναι επιφανειακά πιο σθεναρή μιας και κρύβει τον πιο πολύτιμο θησαυρό του ανθρώπινου σώματος, ένιωσα τον παλμό του, έστρεψε το βλέμμα του μέσα μου, βυθίστηκε μέσα στην αχανή μου ύπαρξη, μειδίασε φευγαλέα μέχρι που το μειδίαμα μετατράπηκε σε χαμόγελο. Ξαφνικά το χαμόγελο που ήταν ζωγραφισμένο έμοιαζε με ουράνιο τόξο, η νύχτα μετατράπηκε στο πιο φωτεινό καταφύγιο που είχα ποτέ βρεθεί, εξαϋλώθηκε, χάθηκε από μπροστά μου, δε ξέρω αν ήταν όνειρο ή κάποιο τέχνασμα της φαντασίας μου, αλλά αυτό που ξέρω ήταν ότι μπορούσα πλέον να μυρίσω γύρω μου την άνοιξη.  

*Το παρόν κείμενο αποτελεί μια πρώτη μας αυθόρμητη προσπάθεια να δημιουργήσουμε κάτι από κοινού. Δύο άνθρωποι που συνδιαλέγονται μέσα στη ίδια ιστορία, μέσα στην ίδια τρικυμία, μέσα στην ίδια αντανάκλαση φωτός. Δύο άνθρωποι που γράφουν εναλλάξ (οι κενές σειρές σηματοδοτούν την αλλαγή) και προσπαθούν ίσως να πουν κάτι... Σε ευχαριστώ Merlock ή άνθρωπε της φωτιάς ή όπως αλλιώς θα ήθελες να σε αποκαλώ... :)


0 Comments

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © 2009 Η τεχνοκράτισσα All rights reserved. Theme by Laptop Geek. | Bloggerized by FalconHive.